Τρίτη 30 Απριλίου 2013

ALEX ZANETIS πετρελαιοτράγουδα

Το όνομα του Alex Zanetis το πρόσεξα για πρώτη φορά, πριν αρκετά χρόνια, καθώς άκουγα το lead trackSinger of sad songs” από το φερώνυμο LP τού Waylon Jennings [RCA, 1970]. Γραμμένο (μουσική και στίχοι) από τον άγνωστο, τότε, σ’ εμένα ελληνοαμερικανό τραγουδοποιό, το “Singer of sad songs” είναι ένα θαυμάσιο ηλεκτρικό country song, που πήγαινε γάντι στη βαρύτονη φωνή τού φημισμένου outlaw.  
Χτυπώντας κατά καιρούς το όνομα “Zanetis” στο google, στο eBay και αλλού ανακάλυπτα σταδιακώς πως είχα να κάνω μ’ έναν σημαίνοντα καλλιτέχνη, ο οποίος και επιτυχίες είχε κάνει (μέσω άλλων), αλλά και προσωπικές ηχογραφήσεις διέθετε, που τον τοποθετούσαν κάπου. Παραδείγματος χάριν επιτυχημένα τραγούδια τού Zanetis είχαν πει ο Faron Young (το “Backtrack”, στην Capitol, το 1961), ο Jim Reeves (το “Im gonna change everything” το ’62 και το “Guilty” το ’63, αμφότερα στην RCA), η Brenda Lee (το “As usual” στην Decca το ’63) κ.ά., ενώ το επιτυχέστερο όλων ήταν το “Snap your fingers”, που το είχε γράψει ο Zanetis μαζί με τον περίφημο κιθαρίστα Grady Martin. Το “Snap your fingers” είχε φθάσει μέχρι το Νο 2 του r&b chart (το 1962) στην εκτέλεση του Joe Henderson (δεν πρόκειται για τον τζαζ τενορίστα), ενώ το είπαν, επίσης, οι Barbara Lewis (1963), Dick Curless (1971), Don Gibson (1974) και ακόμη ο Ronnie Mislap, που το ανέβασε (φυσικά) στο Νο 1 του country chart, το 1987. Ποιος ήταν, λοιπόν αυτός ο Alex Zanetis και τι άλλο, ενδεχομένως, είχε κάνει; Τις απαντήσεις τις πήρα από τον… πολιτικό-επιχειρηματία Winthrop Rockefeller (1912-1973), όταν διάβασα το σημείωμά του στο οπισθόφυλλο του άλμπουμ Alex Zanetis Sings Songs of the Oil Fields
Γεννημένος στην Fond du Lac του Wisconsin, το 1927 από γονείς Σαμιώτες (την εταιρία δικαιωμάτων του την αποκαλούσε Samos Island), o Zanetis μεγάλωσε στις πετρελαιοπηγές, αφού από εκεί σιτίζονταν διάφορα μέλη της οικογένειάς του (γονείς, αδέλφια κ.λπ.). Αυτές τις παιδικές-εφηβικές εμπειρίες από την δουλειά του στην τεξανέζικη εταιρία Humble Oil & Refining Co. αποφάσισε να τις μετατρέψει κάποια στιγμή σε τραγούδια· καθότι ακόμη και την εποχή της ηχογράφησης του άλμπουμ (mid 60s) εξακολουθούσε να απασχολείται στις πετρελαιοεταιρίες. Τα κομμάτια (δώδεκα στον αριθμό, εκ των οποίων τα δέκα ήταν δικές του συνθέσεις) ηχογραφήθηκαν σε τρεις sessions στο διάστημα 16-29/4/1964 στα Columbia Recording Studios, στο Nashville του Tennessee, με τον Zanetis να έχει δίπλα του πολύ καλή παρέα. Κατ’ αρχάς τους Jordanaires, το πιο φημισμένο απ’ όλα τα vocal groups του Nashville (τη μεγάλη φήμη την απέκτησαν, όταν συνεργάστηκαν με τον Elvis Presley στις πρώτες ηχογραφήσεις του στην RCA το 1956 και για πολλά έκτοτε χρόνια), αλλά και μια ομάδα έμπειρων session μουσικών (Bob L. Moore μπάσο, Ray Edenton, Wayne Moss, Jerry Kennedy κιθάρες, Murray BuddyHarman ντραμς, Floyd Cramer, Bill Purcell πιάνο, Charles McCoy φυσαρμόνικα, ταμπουρίνο), που παρείχε στο άλμπουμ ένα άψογο country-folk ηχόχρωμα. Φυσικά, τα τραγούδια του Zanetis είναι η πρώτη ύλη. Και είναι ύλη μεστή, με στίχους που πηγάζουν από τη ζωή στις πηγές, και τους χειρισμούς των γεωτρύπανων. Τραγούδια που αναδεικνύουν μια τρυφερότητα, σε συνδυασμό με την επευφημία του ομαδικού πνεύματος και της σωματικής και ψυχικής ρώμης.
Το άλμπουμ του Alex Zanetis, μέσα σε 2-3 χρόνια, κυκλοφόρησε σε δύο διαφορετικές εταιρίες με δύο διαφορετικά εξώφυλλα. Εγώ αγόρασα την έκδοση με το ωραιότερο cover, στην Jack ODiamonds Records [2001, 196?] του Nashville και όχι εκείνη της RIC [M-1001, 1964], της Recording Industries Corporation δηλαδή που, μάλλον, είναι η πρώτη…

Δευτέρα 29 Απριλίου 2013

έξι ελληνικά συγκροτήματα

Να ξεκινήσω μ’ ένα CD που κυκλοφόρησε το 2010 και που έπεσε πριν λίγο καιρό στα χέρια μου. Πρόκειται για το Where They Go [Private Pressing] των Minor Mine από τη Θεσσαλονίκη (έχουν και δεύτερο άλμπουμ, το “Out of Heaven”, που κυκλοφόρησε στο τέλος του 2012).
Το συγκρότημα που είναι κουαρτέτο (K φωνή, κιθάρες, μαντολίνο, Nick Brave πλήκτρα, φωνή, B Lee Wayne μπάσο, κιθάρες, George Animal ντραμς, κρουστά) κινείται σε κάπως americana πλαίσια (The Walkbouts, Woven Hand και τα ρέστα), αν και ο έσχατος Nick Cave θα μπορούσε να είναι μία επίσης καλή αναφορά. Εκείνο, πάντως, που έχει σημασία είναι πως οι Minor Mine παρουσιάζουν απλά, αλλά ολοκληρωμένα τραγούδια, με τα πλήκτρα να έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο, τις κιθάρες (ακουστικές ή ηλεκτρικές) να προσθέτουν σε βάθος και με τις ερμηνείες να συναγωνίζονται σε ποιότητα όλα τα προηγούμενα. Ένα αθόρυβο, αλλά ουσιαστικό γκρουπ το μέλλον του οποίου δεν αγνοείται…
Για τους Dilemma (Σωτήρης Τράγκας, Πόπη Δαλαχάνη) έχω ξαναγράψει στο παρελθόν επ’ αφορμής του “Pendulum” (2009), του πρώτου άλμπουμ τους. Μάλιστα, εκεί είχα περιγράψει κάποιες σκέψεις οι οποίες φαίνεται πως βρίσκονται ακόμη εν ισχύι – και στο Rise Up [Dead Scarlet, 2012], στο δεύτερο άλμπουμ τους δηλαδή. Π.χ. υπάρχουν τραγούδια, στο “Rise Up”, στην αγγλική και την ελληνική, κάτι που εν πάση περιπτώσει δημιουργεί ένα κάποιο χάσμα. (Η απορία είναι η εξής. Αφού οι Dilemma ταιριάζουν ωραία τούς ελληνικούς στίχους τους στα ρυθμικά patterns του electro-wave, τι διάβολο χρειάζονται την αγγλική και πολύ περισσότερο την ισπανική;). Με dark, gothic, pop, electro, μπαλαντικές ακόμη και jazz αναφορές, με ωραίες μελωδίες στη φαρέτρα τους και με γενικότερη διαχείριση που είναι κάτι παραπάνω από επαρκής, το σχήμα προτείνει ακόμη ένα ενδιαφέρον άλμπουμ, που μπορεί να μην διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας (κανένα πρόβλημα), είναι όμως αρκούντως απολαυστικό. Το έχω ξαναπεί. Κάτι τέτοια συγκροτήματα τα παραδέχομαι. Κινούνται μόνα τους. Κάνουν αυτό που γουστάρουν. Είναι υπερήφανα για τις επιλογές τους και, κυρίως, δεν ακολουθούν καμμία μόδα, κανένα hip. Προϋπόθεση, βεβαίως, για να… δέσει το γλυκό είναι να υπάρχει ταλέντο και άποψη. Κι εδώ υπάρχουν σε… καλές ποσότητες και τα δύο.
Επαφή: www.thedilemmaband.gr
Οι Moonjoures είναι ένα rock τρίο από την Λάρισα. Αποτελούνται από τρία παιδιά, τον Γκόλφη Ρεστέμη κιθάρα, φωνή, τον Φώντα Στραγαλινό μπάσο και τον Γιάννη Σαμαρά τύμπανα. Το παρθενικό, υποθέτω, άλμπουμ τους έχει τίτλο «Αστείες Μικροσκοπικές Φιγούρες» [Ανεξάρτητη Παραγωγή, 2012] κυκλοφόρησε πριν κάποιους μήνες και αποτελεί, και αυτό, μία συμπαθητική περίπτωση ελληνόφωνου στην περίπτωσή μας rock. Το άλμπουμ είναι αυτό που αποκαλούμε «κιθαριστικό» δίχως, πάντως, υπερβολές, ενώ οι στίχοι είναι σημερινοί (καταπιάνονται, βασικά, με την κοινωνική και την ερωτική αποξένωση). Η καλή ηχογράφηση, όπως και η διάθεση της μπάντας να παρουσιάσει κάτι που να μην παραπέμπει ευθέως σ’ εκείνο ή το άλλο, είναι στα υπέρ των «αστείων μικροσκοπικών φιγούρων», που αποτελούνται από έξι τραγούδια και τρία ορχηστρικά. Ξεχωρίζει το blues, ή το κάπως σαν blues τέλος πάντων, «Χορεύοντας με μια ανάμνηση».
Επαφή: οι Moonjures βρίσκονται στο facebook
Οι Red Tree Religion είναι ένα ακόμη καινούριο ελληνικό συγκρότημα. Έρχονται από τον Πειραιά, όπως διάβασα στο δίκτυο, και το πρώτο σιντάκι τους (τρία κομμάτια, 11λεπτη διάρκεια), που είναι ηχογραφημένο σ’ ένα στούντιο της Νίκαιας, έχει τίτλο SparkinNight Lust [FM, 2012]. Τετραμελείς είναι οι Red Tree Religion (δύο κιθαρίστες, μπασίστας-τραγουδιστής, ντράμερ) και γενικώς κινούνται σε σκληρές φόρμες. Το πρώτο κομμάτι “Sparkinnight lust” εμένα... δεν μου θύμισε Red Hot Chili Peppers, αλλά παλαιότερα ελληνικά σκληρά συγκροτήματα (τους Nemo φερ’ ειπείν). Το δεύτερο “A long time ago” είναι περισσότερο… στουντιοποιημένο, και κάτι με τα keyboards του, κάτι με τον προγραμματισμό του, ακούγεται στ’ αυτιά μου πιο ολοκληρωμένο (ένα πραγματικά καλό κομμάτι, που θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω ως σύγχρονο hard-prog). Το τρίτο track, το “Thumbellina”, είναι οργανικό, είναι ούλτρα φάνκικο (εδώ κάπου παίζουν οι Chili, αλλά ακόμη και οι Faithless) ταρακουνώντας σε με την ρυθμική του ακρίβεια.
Δεν έχω ακούσει το “Sway” [Shift, 2010], το πρώτο άλμπουμ των Marys Flower Superhead (MFS) από τη Θεσσαλονίκη, όμως το 25λεπτο EP Digesting the Animal[Polytropon, 2012] θα με αναγκάσει να το αναζητήσω. Τρίο είναι οι MFS – και έξι τα κομμάτια που παρουσιάζουν επί του παρόντος. Χαρακτηριστικά τους; Η ρυθμική συνοχή, τα pop φινιρισμένα φωνητικά, τα electro και rock ηχοχρώματα ή ο συνδυασμός τους, η πλαστικότητα των συνθέσεων (το “Touch to a blast” είναι ένα πρώτης τάξεως τραγούδι), η γενικότερη γνώση, δύναμη και ένταση μέσω των οποίων περιγράφουν τις καταστάσεις. Υπάρχουν όμως και επί μέρους προσόντα στα κομμάτια των MFS, που σε οδηγούν εν τέλει στο να απολαμβάνεις κάθε σύνθεσή τους. Ας πούμε οι μελωδικές γέφυρες στο “Walk away”, το ρεφρέν στο “Champion racer”, η στοναρισμένη εξέλιξη στο “Washed out”… Προχωράμε και ολοκληρώνουμε…
Επαφή: www.polytropon.gr
Μ’ ένα 20λεπτο EP επανακάμπτουν και οι Νάνοι. Το συγκρότημα, που γνωρίσαμε από τα άλμπουμ “Λινguaφων” [Ano Kato, 2000] και “Nanodrive” [Ano Kato, 2006], έχει έτοιμο καινούριο υλικό, την παραγωγή του οποίου ανέλαβε ο Ασκληπιός Ζαμπέτας (μέλλος, πλέον, των Νάνων και γνωστός στους παροικούντες από τα παλαιότερα γκρουπ International Comedy, Mushrooms, Τρύπες κ.λπ.). Τα τραγούδια των Νάνων στο Five Boxes [Red Creative, 2012] είναι καλοπαιγμένα και καλοηχογραφημένα κινούμενα στις γνωστές «ανεξάρτητες» περιοχές, δείχνοντας πως το συγκρότημα (Σίμος Νάνος κιθάρα, φωνή, Πάνος Νάνος κιθάρες, Αλέξης Νάνος ντραμς, Κώστας Χασιώτης μπάσο, συν ο Α. Ζαμπέτας) δεν έχει απολέσει ίχνος της ενέργειας και της δύναμής του, εξακολουθώντας να προτείνει ενδιαφέρον υλικό. Μεστές συνθέσεις (και κάπως δημιουργικώς «χαμένες» στα ορχηστρικά μέρη), καλός αγγλικός στίχος, ωραία φωνητικά (βοηθά αποφασιστικώς και η Σεμέλη Ταγαρά), ενώ οι προσθήκες σε τρομπόνι (Γιάννης Μαρίνος) και βιολί (Μιχάλης Βρέττας) δίνουν επιπλέον bonus στο συνολικό ακρόαμα. Πολύ ωραίο το “Sylvia” (εμπνευσμένο από ένα ποίημα της Sylvia Plath) και σωστή ακαταπόνητη ροκιά το “Northern wall”.
Επαφή: www.nanoi.gr

Κυριακή 28 Απριλίου 2013

όψεις του νέου rock

Η Creative Eclipse PR είναι μια γερμανική εταιρεία, η οποία διανέμει ποικίλα labels από την Ευρώπη (Σουηδία, Ισπανία, Γερμανία, Μεγάλη Βρετανία, Βέλγιο…), την Αμερική και την Αυστραλία, που αφορούν στο νέο rock και τη νέα jazz. Δύο από αυτές τις ετικέτες είναι η ισπανική Aloud Music Ltd. και η γερμανική Denovali Records, στην οποίαν ηχογραφούν συγκροτήματα και μουσικοί με αναφορές που ξεκινούν από τον Arvo Pärt και τον γενικότερο ECM-ήχο, για να καταλήξουν στον Brian Eno και τους Einstürzende Neubauten. Τέτοια γκρουπ είναι οι Αυστραλοί A Dead Forest Index, οι Alvaret Ensemble (με μέλη από την Γερμανία, τη Βρετανία και την Ολλανδία), οι Βρετανοί Blueneck, καθώς και οι Ισπανοί Toundra
Η Denovali Records ιδρύθηκε το 2005 κι έχει ως βάση της τη γερμανική πόλη Wenden. Όπως γράφουν στο site της οι άνθρωποι που την δημιούργησαν τα ενδιαφέροντά τους είναι ποικίλα ξεκινώντας από τους «σκοτεινούς» αυτοσχεδιαστικούς-πειραματικούς ήχους, την ambient, την drone music ή την electronica και καταλήγοντας στην jazz και στις σύγχρονες συνθέσεις για πιάνο και έγχορδα. Πάμε, όμως, στις λεπτομέρειες…
Οι Alvaret Ensemble είναι ένα νέο αυθόρμητο κουαρτέτο που κινείται σε electro-ambient/neo-classical περιβάλλοντα. Αποτελούνται εκ των Greg Haines πιάνο, ακορντεόν, Jan Kleefstra φωνή, απαγγελίες, Romke Kleefstra κιθάρες, εφφέ και Sytze Pruiksma κρουστά (υπάρχουν ακόμη «βοήθειες» σε τρομπόνι, βιολί και εκκλησιαστικό όργανο), με το φερώνυμο άλμπουμ τους (2012) να κυκλοφορεί και σε 2LP. Ας πω από την αρχή πως το άκουσμα κινείται σε αργά tempi, καθώς αναπτύσσεται εκμεταλλευόμενο την άπλα του χρόνου. Οι μελωδίες είναι «ανοιγμένες», στηριζόμενες σε λίγες πιανιστικές νότες, με το ακορντεόν να έχει ένα πολύ ιδιαίτερο, αλλά όχι αμέσως αναγνωρίσιμο ρόλο. Γενικώς, όλα τα όργανα (ακόμη και τα ηλεκτρονικά) ακούγονται σαν «ξεπνεομένα», οδηγημένα μέσα από τις επαναλήψεις στην συγκρότηση μιας minimal ατμόσφαιρας, την οποίαν επιχειρούν να διασπάσουν από καιρού εις καιρόν (τα ίδια τα όργανα) με κάποια λελογισμένα κρεσέντα. Η αφήγηση έχει οπωσδήποτε κινηματογραφική ροή – και είναι αλήθεια πως η μουσική των Alvaret Ensemble δημιουργεί εικόνες, αλλά, μάλλον, δεν είναι αυτό το πιο σημαντικό. Ίσως, σημαντικότερο όλων να είναι η πίστη του συγκροτήματος σ’ έναν ήχο, που να μην εντάσσεται ολοφάνερα κάπου, αλλά να… παραπλανά με τον ανεπαίσθητα ευμετάβλητο χαρακτήρα του. Όσον αφορά στους μουσικούς του κουαρτέτου, ο Haines είναι Βρετανός, αλλά ζει στο Βερολίνο. Ηχογραφήσεις του διατίθενται από τις Miasmah, Sonic Pieces και Preservation, έχει εμφανισθεί σε κονσέρτα στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία και την Αυστραλία, ενώ ένα μεγάλο μέρος της δουλειάς του αφορά σε μουσικές για μπαλέτα. Τα αδέλφια Kleefstra είναι μέλη μιας ολλανδικής improv-experimental μπάντας, των Piiptsjilling, ενώ έχουν συνεργαστεί με τους Peter Broderick, Nils Frahm κ.ά. Τέλος, ο Pruiksma έχει σπουδάσει κλασικά κρουστά και είναι μέλος των Royal Concertgebouw Orchestra και Dutch Philharmonic Orchestra.
Οι Blueneck δεν είναι καινούριο συγκρότημα (έχουν παίξει μάλιστα κανα-δυο φορές και στην Αθήνα). Σχηματίστηκαν στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας κάπου στο North Somerset, έχοντας ηχογραφήσει έως σήμερα τέσσερα άλμπουμ (το τέταρτο είναι αυτό για το οποίο θα κάνω λόγο παρακάτω). Κουαρτέτο βασικά (Duncan Attwood, Ben Paget, Johnny Horswell, Ben Green) –αν και αυξάνονται επί σκηνής (Michael Maidment) για τις ανάγκες των live–, οι Blueneck βρίσκονται στην Denovali από το 2011, όταν κυκλοφόρησαν το “Repetitions”· ένα άλμπουμ που τους παρείχε μια ξεχωριστή θέση στο χώρο του νέου british rock. Ποιο είναι όμως αυτό το rock, που ενδιαφέρει τους Blueneck; Θα μπορούσε να το αποκαλέσουμε ακόμη και «πειραματικό», αλλά, και πάλι, ο χαρακτηρισμός δεν είναι απολύτως ορθός. Οι Blueneck αποδίδουν εντός ενός μινιμαλιστικού rock πνεύματος (δεν θα ήταν άστοχο αν έγραφα για ένα γκρουπ του ήχου της 4AD…), στηριγμένοι στις «ανοιγμένες» μελωδίες, στα ατμοσφαιρικά keyboards, στα κάπως βαρύγδουπα επαναληπτικής φύσεως passages, σε κάτι που θα μπορούσε να θυμίζει έναν συνδυασμό Brian Eno και Air ας πούμε, αν δεν ήταν τόσο καλοβαλμένο και οριοθετημένο αφήνοντας μία «προσωπική» αύρα. Με διάρκεια που ξεπερνά μόλις τα 30 λεπτά, το νέο άλμπουμ των Βρετανών που έχει τίτλο Epilogue (2012), να το πω κι αυτό, είναι ένα soundtrack κατά βάση (άνευ ιδιαίτερων φωνητικών) προορισμένο, όπως αναφέρεται και στο σχετικό αυτοκόλλητο, να συνοδεύσει κάποιο… φανταστικό φιλμ. Έχει δηλαδή κινηματογραφικά χαρακτηριστικά· αν και εξ ίσου καλώς θα μπορούσε να λειτουργεί και δίχως τη συμβολή της εικόνας (μιας συγκεκριμένης εικόνας). Εννοώ πως είναι «ανοιχτό» σε ελεύθερες οπτικές απεικονίσεις… φανταστικές ή πραγματικές.
Δύο αδέλφια από την Μελβούρνη είναι οι A Dead Forest Index, ο Adam Sherry φωνή, κιθάρες, αρμόνιο, όργανο και ο Sam Sherry ντραμς, τύμπανα, κρουστά, φωνή. Ένα πρώτο δικό τους δισκάκι που έχω στη διάθεσή μου έχει τίτλο Antique (είναι πρόσφατη, βεβαίως, κυκλοφορία) και αποτελεί –ως 5-tracks EP με διάρκεια 18 λεπτά–, τον προπομπό ενός πλήρους άλμπουμ τους, που θα διατεθεί μέσα στο ’13. Στηριγμένοι στα κάπως τελετουργικά χτυπήματα των ντραμς (και των κρουστών) και φυσικά στις κιθάρες και τα… τσιτωμένα φωνητικά (ωραίος τραγουδιστής ο Adam, αποδίδει με μεγάλη ένταση – μία φυσική, δυνατή φωνή), οι A Dead Forest Index φαίνονται αρκετά συμπαγείς σε τραγούδια όπως το πρωταρχικό “Distance”, αλλά ξεφεύγουν κατά τι σε tracks όπως το έσχατο “Turning”· εκεί όπου το medieval electro-folk των Dead Can Dance συνυπάρχει με… dark παραδοξότητες τύπου Scott Walker εποχής “Tilt”. Το άκουσμα είναι κάτι παραπάνω από ενδιαφέρον, ιδίως σε κομμάτια που ηχούν περισσότερο poppy (“Black mud”), δίχως να υπολείπονται και οι πιο πειραματικές στιγμές (“A new layer”), με τον Adam να παίζει (από φωνητικής πλευράς) σχεδόν μόνος του στο γήπεδο.
Το επόμενο CD είναι μία διαφορετική περίπτωση, αφού τα ξεκάθαρα rock ηχοχρώματα διαφοροποιούν τους Ισπανούς Toundra απ’ όλα τα προηγούμενα ονόματα. Παρά ταύτα δεν θα την αποκαλούσα και «εντελώς διαφορετική» (την περίπτωση), επειδή οι Μαδριλένοι (που σχηματίστηκαν το καλοκαίρι του 2007) έκαναν ένα instrumental άλμπουμ, προσβλέποντας, ενδεχομένως, να αντιμετωπιστούν όπως ένα… κουαρτέτο. Λέω τώρα… Δύο κιθάρες, μπάσο και ντραμς είναι ένα setting που μπορεί από μόνο του να φανερώνει πολλά, αλλά όχι περισσότερα απ’ αυτά που θα συμπεράνει κάποιος με το που θα ξεκινήσει να γυρίζει το CD στο player. Οι Toundra είναι μία «βαριά» μπάντα, τόσο με την «μεταλλική» της έννοια, όσο μ’ εκείνη του stoner ή του math, ή καλύτερα ενός συνδυασμού τους. Μπορεί να μην εξοβελίζονται τα ακουστικά μέρη (το μισό “Requiem”, ας πούμε, είναι ακουστικό), αλλά ο ακράτητος ηλεκτρισμός, που σκάει, συχνά, με γδούπους, είναι ό,τι χαρακτηρίζει τις μουσικές των Ισπανών. Οι Σκωτσέζοι Mogwai θα μπορούσε να ήταν μία καλή αναφορά (τώρα που το σκέφτομαι), αν κι εγώ θα πάω ακόμη πιο πίσω στο χρόνο και σε κάτι όχι τόσο προφανές, που πρέπει, πάντως, να έχει αγγίξει βαθιά τους Toundra. Στους King Crimson αναφέρομαι, στις ρυθμικές αλλαγές των, στα απότομα «κοψίματα», σε μια ιδιότροπη χρήση της αρμονίας, και όλα αυτά περασμένα μέσα από ένα κράμα βορειοευρωπαϊκού έπους και νοτιοευρωπαϊκού (για να μην πω μεσογειακού) λυρισμού. Το III, που κυκλοφόρησε τον προηγούμενο Οκτώβριο στην εταιρεία από την Βαρκελώνη Aloud Music Ltd., και που διακινείται σε όλη την Ευρώπη από την Creative Eclipse PR, είναι ένα εξαιρετικό 40λεπτο rock άλμπουμ, που, αν και ανακαλεί στη μνήμη μας πολλά, διαθέτει τη δική του σφραγίδα. Να πω μόνον πως το “III”, ακολούθησε τα “II” (Μάιος 2010) και “I” (Απρίλιος 2008) και πως, με αφορμή αυτό, το συγκρότημα βγήκε για πρώτη φορά από την πατρίδα του παίζοντας σε Γαλλία, Ελβετία και Γερμανία.

Σάββατο 27 Απριλίου 2013

η επικαιρότητα Χ 3

Θέμα Πρώτον. Κολλάτος.
Η ανακοίνωση της 21/4 είχε ως εξής. «Συνελήφθη εκ νέου ο σκηνοθέτης Δημήτρης Κολλάτος επειδή αυτή τη φορά ανήρτησε έξω από το σπίτι του στο Κολωνάκι δύο πανό με την καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ αλλά και τον Αδόλφο Χίτλερ. Το σπίτι του σκηνοθέτη να σημειωθεί ότι βρίσκεται κοντά στη γερμανική πρεσβεία. Κατά την επιχείρηση της αστυνομίας ο Δημ. Κολλάτος δεν άνοιγε την πόρτα και έτσι αφού παραβιάστηκε η είσοδος, μεταφέρθηκε στο τμήμα. Στο ένα πανό αναγραφόταν: “27 Απριλίου 1941, οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα, Αντισταθήκαμε” και στο άλλο “Απρίλιος 2013, οι Γερμανοί είναι στην Αθήνα, Κοιμόμαστε”. Πριν από περίπου έναν μήνα, ο Δημ.Κολλάτος είχε συλληφθεί για προσβολή συμβόλων, καθώς είχε κρεμάσει στο μπαλκόνι του την ελληνική σημαία με τη γερμανική μπότα».
Το κείμενο αυτό αναρτήθηκε σε διάφορα sites, για ν’ ακολουθήσουν  εν συνεχεία τα καθιερωμένα σχόλια των αναγνωστών. Δεν χρειάζεται να πω πως η συντριπτική πλειονότητα των σχολίων ήταν για τα πανηγύρια. Ο κάθε αδαής λέει ό,τι του κατέβει για οτιδήποτε και άνευ λόγου, αδυνατεί, όντας λειψός στη σκέψη, να δει που έγκειται το πρόβλημα, βρίζει, «φτύνει» και κοροϊδεύει, ενώ θα έπρεπε, πρώτα, αυτά (και άλλα τόσα) να τα έχει πράξει για τα μούτρα του.
Το ζήτημα με την περίπτωσή μας δεν ήταν αν συμφωνούμε με το περιεχόμενο των δύο πανό, αν προσβάλλουν ή όχι την αισθητική μας (εμένα δεν την προσβάλλουν – αλλά δεν είναι αυτό το ζήτημα), αν «λαϊκίζουν», αν μας «υποτιμούν ως λαό» και άλλα τέτοια συναφή, αλλά εάν έχει κάποιος το δικαίωμα να κρεμάσει στο μπαλκόνι του σπιτιού του ένα πανό όπως εκείνο/εκείνα που κρέμασε ο Κολλάτος. Αυτό είναι το μείζον θέμα. Αν είναι ελεύθεροι δηλαδή να εκφραστούν, όσοι το επιθυμούν, και να αντιπαρατεθούν απέναντι σε μια κατάσταση με τον συγκεκριμένο τρόπο. Και τι ειπώθηκε αντί για ’κείνο που έπρεπε να ειπωθεί; Πως ο Κολλάτος «από τα νιάτα του ήταν γραφικός» και πως «το πρόβλημά του είναι κλινικό χρόνια τώρα». Τα ζώα (αν και τι μας φταίνε τα ζώα τα καημένα… μην τάχα σαν κι εμένα κι εκείνα δεν πονούν;) που έγραψαν αυτά τα σχόλια (σε γνωστό ιντερνετικό περιοδικό), που δεν έτυχε να δουν ποτέ τις Εληές, τον Θάνατο του Αλέξανδρου και τη Ζωή με τον Άλκη, που δεν έχουν διαβάσει τον Καπετάν Αντώνη και την Γυναίκα του Σωκράτη έρχονται να διαγράψουν το έργο του Κολλάτου (το οποίο αγνοούν), αντί να μας πουν (αν μπορούσαν να σκεφθούν δηλαδή) τη γνώμη τους για το μόνο που είχε νόημα – αν ο συγκεκριμένος άνθρωπος, κατ’ αυτούς, παρανόμησε και αν ήταν πράξη δικαίου ή μη η σύλληψή του. Ή, έστω, να αναρωτηθούν για το κατηγορητήριο (κάποιοι, ελάχιστοι, το έκαναν).
Ως γνωστόν την Πέμπτη (25/4) ο Κολλάτος αθωώθηκε από το Πλημμελειοδικείο. Τα βούρλα δεν θα αθωωθούν ποτέ…

Θέμα δεύτερον. Μητσοτάκης.
Συνομίλησε ο Μητσοτάκης με τους… bloggers και κάτι τρέχει στα γύφτικα. Και καλά έκανε ο σχεδόν αιωνόβιος Μητσοτάκης, και να τα κατοστήσει και να τα ξεπεράσει και να είναι πάντα καλά και σε φόρμα, ώστε να ανακαλύπτει και στο μέλλον τα επιτεύγματα της τεχνολογίας. Blogger… νααα… με το τσουβάλι. Αλλά αυτό είναι το ζήτημα; Το γλείψιμο προς τον γηραλέο πολιτικό –από τους νεοφιλελέδες (που τον έχουν πάντα για guru τους) και τους αστοιχείωτους νεανίες– υπήρξε άνευ προηγουμένου.
Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι η εξοικείωση του Μητσοτάκη με τα ιντερνέτια, αλλά τι ειπώθηκε εκεί (προσωπικώς δεν παρακολούθησα – ούτε μ’ ενδιαφέρει) και αν βρέθηκε κάποιος, έστω ένας blogger (αν ξέρετε κάποιον, πείτε τον και σ’ εμένα) να στριμώξει τον τέως Πρωθυπουργό, που λέει όλο τα ίδια και τα ίδια για την αποφράδα τριετία της διακυβέρνησής του, θυμίζοντάς του τους φόρους που επέβαλλε στα καύσιμα (ένα 50άρι εν μία νυκτί) και τις ρουσφετολιγικές προσλήψεις στη ΔΕΗ (κάποιοι μιλάνε για περισσότερο από 11 χιλιάδες), στη διάρκεια της θητείας του και λίγο πριν τις εκλογές του ’93. Οποίος εκσυγχρονισμός… Αλλά, όπως έχω ξαναγράψει, στην Ελλάδα ακόμη και οι νεοφιλελεύθεροι βάζουν φόρους και διογκώνουν το Δημόσιο. Να μη θυμηθώ το αλήστου μνήμης 0+0=14%... Για να μην ψάξω να δω σε κάτι παλαιά Αντί, που μου έχουν απομείνει, τις ιστορίες με τον ΟΤΕ και όλα τα υπόλοιπα… Τα ψάχνουν άλλοι που είναι κι η δουλειά τους.

Θέμα τρίτον. Στανίση.
Μ’ αρέσει η Στανίση. Δεν τρελαίνομαι όμως, καθότι έχει πει και πολύ σαβούρα (έχει πει και καλά) κι εν πάση περιπτώσει στο δικό μου σημειωματάριο μετράει λιγότερο από άλλες μυστικές της νύχτας. Παίζει Premier League η Στανίση – το βλέπεις και στην πασχαλιάτικη διαφήμιση από τα… λαϊκά καταλύματα των πλάνων (το ’χει πιάσει το νόημα ο σκηνοθέτης). Καψαλισμένη αθλητική φανέλα και χύμα κρασί σε πλαστικό μπουκάλι, αλλά τ’ αυθαίρετα… δίπατα και το γκαζόν αλφάδι. Όσοι είναι fans της… σκυλοτεχνικής της Β Εθνικής (από… Βιετνάμ και κάτω) –και κυρίως των πρωινών μουσικών αγώνων στα ξερά της επαρχίας, εκεί όπου το άθλημα είναι πιο επικίνδυνο, προσφέροντάς σου όμως τρανές χαρές– αντιλαμβάνονται. Τι να μας πει η παραλία, όταν υπάρχει ο κάμπος;
Όμως, προσοχή. Η πασχαλιάτικη διαφήμιση τής Κατερίνας είναι πολύ καλή – και όσοι τρώνε τα νύχια τους για να βρουν τι δεν τους αρέσει (εγώ τα βρίσκω όλα συμβατά με την εικόνα της τραγουδίστριας) τους συμβουλεύω το Πάσχα να τη βγάλουνε με μπρόκολο και τραχανά. Ν’ αφήσουν τα σπληνάντερα να τα περιδρομιάσουμε εμείς, κι εκείνοι να μυρίζουν τις λαδόκολλες και να τους τρέχουνε τα σάλια… Η εκδίκηση του Τρινιτά. Ειδικά το ρεφρέν του τραγουδιού, στο ντουέτο με τον κουμπάρο και με φόντο τα κρόσσια που ψευτολαμπιρίζουν, είναι χάρμα. Μπράβο κύριε νταϊρέκτορα… Μου θυμίζει Στρέλλα (ο Κούτρας ή ο Almodóvar έκανε το κλιπ;).
Θ’ αρέσει πολύ στους γκέι η διαφήμιση –είμαι σίγουρος–, αλλά αρέσει και σ’ εμένα που δεν είμαι.

Πέμπτη 25 Απριλίου 2013

ΚΩΣΤΑΣ ΦΕΡΡΗΣ – ΣΤΑΥΡΟΣ ΛΟΓΑΡΙΔΗΣ η Φόνισσα

Αν με ρωτούσε κάποιος, μέχρι πέρυσι το καλοκαίρι, ποιες είναι οι αγαπημένες μου ελληνικές ταινίες θα του ανέφερα οπωσδήποτε την Ευδοκία, την Αναπαράσταση, το Κιέριον, την Εκδρομή, το Πρόσωπο με Πρόσωπο, την Από την Άκρη της Πόλης, το Σπιρτόκουτο, μπορεί και κάποιες ακόμη, αλλά με τίποτα δεν θα του ανέφερα την Φόνισσα. Συμπληρώνω λοιπόν τις δικές μου «καλύτερες» και ανάμεσά τους τοποθετώ, και μάλιστα σε περίοπτη θέση, την πανέμορφη και ουσιαστική ταινία του Κώστα Φέρρη· το απόλυτο ελληνικό οπτικό και ηχητικό ποίημα.
Είχα δει την Φόνισσα, για πρώτη και τελευταία φορά (μέχρι τον περασμένο Ιούλη) πριν 30 χρόνια στην κρατική τηλεόραση και, όσο να ’ναι, δεν θυμόμουν και πολλά πράγματα. Έτσι, λίγο καιρό πριν την προβολή της ταινίας πέρυσι στο CAMP! (10/7/2012) –στο πλαίσιο των εκδηλώσεων Αθηναϊκό Underground 1964-1983–, την ξαναείδα εντελώς τυχαίως στο YouTube, σε μιαν ολοκάθαρη, άψογη κόπια, η οποία είχε ανεβεί για ελάχιστες μέρες (σπάνια απόλαυση!). Όταν, λοιπόν, η ταινία επαναπροβλήθηκε στο CAMP! –δεύτερη θέαση για μένα μέσα σε λίγες ημέρες δηλαδή– απλώς επιβεβαίωσα κάποια συμπεράσματα και κυρίως ξανάκουσα το έξοχο… krautrock του Σταύρου Λογαρίδη.
Δεν είμαι τεχνικός κινηματογράφου και δεν μπορώ να διακρίνω όλες τις πατέντες που εφάρμοσαν ο Φέρρης και οι συνεργάτες του (ο φωτογράφος Σταύρος Χασάπης βασικά), στη φιλμοσκόπηση της νουβέλας του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Πώς δηλαδή φωτίστηκε το έξοχο σκηνικό του Τάσου Ζωγράφου, πώς αποδόθηκαν τα χρώματα της ταινίας (δεν έχω ξαναδεί τέτοια νατουραλιστική πανδαισία σε ελληνικό φιλμ), πως εισήχθησαν τα οπτικά εφφέ, πώς δρομολογήθηκε το μοντάζ, πώς αποτυπώθηκε, με τον τρόπο που αποτυπώθηκε, και κυρίως πώς λειτούργησε η σπάνιας δύναμης μουσική του Λογαρίδη. Σίγουρα, προηγήθηκε μελέτη και ανάλυση όχι μόνο για να διακριβωθούν τα στοιχεία του μύθου της Φόνισσας, που θα έπρεπε να τονιστούν στο φιλμ (να αλλάξουν, όπως το «τέλος» της Φραγκογιαννούς, ή να διασκευαστούν), αλλά κυρίως για να σχεδιαστεί το τεχνικό οπλοστάσιο (και από ’κει και πέρα να εφαρμοστεί, ώστε να αποδοθούν όλα εκείνα που είχαν στο μυαλό τους ο Φέρρης κι οι συνεργάτες του). Και βεβαίως οι διάλογοι, η γλώσσα που επιλέχθηκε για να γραφούν (οι διάλογοι), οι ερμηνείες (με την ανεπανάληπτη Μαρία Αλκαίου), το σενάριο, το ντεκουπάζ, και πάνω απ’ όλα η μουσική.
Δεν ξέρω, μπορεί να κάνω λάθος, αλλά έχω τη γνώμη πως μεγάλο μέρος της ουσίας και του βάθους της ταινίας είναι η μουσική του Σταύρου Λογαρίδη. Είναι από τις σπάνιες εκείνες περιπτώσεις όπου η μουσική παίζει κυρίαρχο ρόλο σε μια ταινία, την διαμορφώνει παραλλήλως με την εξέλιξή της. Μερικά χρόνια αργότερα (1986), ο Δήμος Αβδελιώδης γύρισε το ναΐφ Το Δένδρο που Πληγώναμε βασισμένος εξ ολοκλήρου σ’ έναν δίσκο (που είχε προηγηθεί)· τα ηλεκτρονικά «Τοπία» (1982) του Δημήτρη Παπαδημητρίου. Εκεί, η μουσική ανακάλεσε μια ταινία. Συνέβαλε δηλαδή (η μουσική) στην… επινόηση μιας ιστορίας. Εδώ, η ιστορία του Παπαδιαμάντη και το σενάριο των Δήμου Θέου-Κώστα Φέρρη υπάρχει, άρα η μουσική δεν έρχεται για να βάλει τη σπίθα (κι από ’κει και πέρα να υπενθυμίζει την παρουσία της), έρχεται για να συμβάλει στην ολοκλήρωση του σεναρίου, καθιστώντας τον «εαυτό» της πρωταγωνιστή. Μπορεί ν’ ακουστεί ανόητο αυτό που θα γράψω, αλλά η μουσική του Λογαρίδη είναι ο πιο σημαντικός ρόλος στην ταινία, είναι κάτι σαν το… χέρι (όταν γράφει) και το πνεύμα του Παπαδιαμάντη. Σαν ο σκιαθίτης συγγραφέας να σκεπτόταν με νότες, με ήχους, κατευθύνοντας τους ήρωές του.
Είναι απίστευτο πώς ένα 21χρονο παιδί (όπως ήταν, το 1974, ο Σταύρος Λογαρίδης) έσπευσε να δημιουργήσει ένα έργο σχεδόν εξ ολοκλήρου ηλεκτρονικό, διαμορφωμένο μέσω ενός μοντέλου του VCS 3 –πιθανώς το Synthi (VCS 3) II των Electronic Music Studios του Λονδίνου–, δίχως να παρασυρθεί από τον χρονικό/ ιστορικό ορίζοντα του σεναρίου (και του βιβλίου), φτιάχνοντας ενδεχομένως ένα soundtrack εποχής. Έτσι, η μουσική δρα εντελώς αυτονομημένη, σε πλήρη αντίστιξη με την εικόνα. Έρχεται δηλαδή από «αλλού», μέσα από μιαν ανεξάρτητη διαδικασία, υπηρετώντας όμως την ίδια αισθητική και ιδεολογική σχέση μ’ εκείνο που φαίνεται (και με ό,τι δεν φαίνεται). Είναι δε λυπηρό, αυτή η μουσική, η κορωνίδα των ελληνικών soundtracks (ένα ακροτελεύτιο krautrock, που θα έκανε τους Popol Vuh και τον Deuter να γίνουν… καστανάδες) να μην κυκλοφορεί ολάκερη σε δίσκο. Υπάρχουν μόνον κάποια ελάχιστα αποσπάσματα στο LP του Λογαρίδη «Προσεχώς» [Polydor 2421 172] από το 1982, στριμωγμένα ανάμεσα στις μουσικές από τους Απέναντι του Πανουσόπουλου, το αγαπημένο «Γλύστρισα μεσ’ το κενό» και άλλα διάφορα… Προσέξτε μόνον πώς λειτουργούν ήχος και εικόνα στη σκηνή του πνιγμού των δύο μικρών κοριτσιών στη στέρνα (από το 34:45 έως το 42:40) και θα αντιληφθείτε τι εννοώ.
Ο Κώστας Φέρρης γνώριζε τον Σταύρο Λογαρίδη πριν από τον «Ακρίτα», που ηχογραφήθηκε τον Ιούλιο του 1973. (Ως γνωστόν, ο Φέρρης ήταν ο στιχουργός του άλμπουμ – πλην ενός track, τους στίχους του οποίου είχε γράψει ο Λογαρίδης). Σε μια παλαιά και πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη που είχε δημοσιευθεί στο περιοδικό Μουσική & Μουσικοί (#6, Σεπτέμβριος 1988) ο Φέρρης λέει στον Μιχάλη Κουμπιό…
«Με τον Σταύρο Λογαρίδη θα συναντηθούμε στο Λονδίνο το Δεκέμβρη του 1972. Τότε που ήρθε για ν’ αγοράσει το πρώτο του synthesizer. Ήταν μάλιστα το πρώτο που ήρθε στην Ελλάδα. Ένα VCS 3 της Synthie (σ.σ. όπως έχει ξαναγραφτεί, το πρώτο στούντιο ηλεκτρονικής μουσικής με δικά του μηχανήματα το είχε ιδρύσει ο Μιχάλης Αδάμης το 1965). Τότε υπήρχαν δύο μάρκες synthesizer. Η Moog και η Synthie (σ.σ. προφανώς εννοούνται τα βρετανικά σύνθια του EMS) και τα synthesizers που έβγαζαν ήταν μονοφωνικά. Θα μου τον συστήσει λοιπόν ο Σπανουδάκης έτσι απλά σαν γαμπρό του, χωρίς να μου πει άλλες λεπτομέρειες. Εγώ έλειπα τότε από την Ελλάδα. Έτσι ούτε για τους Poll ήξερα, ούτε τίποτα για τις δραστηριότητες του Σταύρου. Εγώ τον γνώρισα από τον Σπανουδάκη σαν ένα παιδάκι που έπαιζε έτσι γενικά μουσική.(…). Αργότερα θα με καλέσει στην Ελλάδα για να του γράψω στίχους για το πρώτο του solo LP μετά την διάλυση των Poll. Ήρθα λοιπόν και γράφω το λιμπρέτο του Ακρίτα. Ένας πολύ καλός δίσκος. Είναι ουσιαστικά μια σουίτα χορού. Rock ας πούμε. Που κάπου για μένα είναι μπαρόκ πιο πολύ. Με την καλή όμως έννοια. Ξεκινάει από jazz, πάει σε στυλ Emerson Lake & Palmer, σε Μπαχ και ξαναγυρίζει σε rock.(…) Είχε όμως την ατυχία να κυκλοφορήσει το ’74 (σ.σ. ο δίσκος κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του ’73), λίγο μετά τη Μεταπολίτευση που ήταν τα δισκάδικα γεμάτα από Θεοδωράκη και χάθηκε».
Πιο κάτω ο Κουμπιός ρωτάει για την Φόνισσα και τη μουσική του Λογαρίδη. Λέει ο Φέρρης: «Τότε θυμάμαι κατηγορήθηκα επειδή λέει έκανα ταινία τη “Φόνισσα” του Παπαδιαμάντη με pop μουσική. Έτσι είχε γράψει ο Μπακογιαννόπουλος στην Καθημερινή. Που την είδε την pop ο άνθρωπος; Μόνο αυτός ξέρει. Παραλίγο ήταν να πάρει το Βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης». Ο Κουμπιός ρωτάει εν συνεχεία ποιος πήρε το Βραβείο, και ο Φέρρης απαντά: «Κανένας. Κι έγινε χαμός. Προτάθηκε ο Λογαρίδης, κι ο μακαρίτης ο Μάνος Λοΐζος που ήταν στην επιτροπή είπε ότι θυμίζει Pink Floyd κι άφησε να εννοηθεί πως η μουσική ήταν κλεμμένη από τους Pink Floyd. Ότι έμοιαζε λιγάκι σαν ήχος Pink Floyd ήτανε Pink Floyd. Πάντως έγινε χαμός στη Θεσσαλονίκη. Όταν είπαν ότι δεν δίνουν Βραβείο Μουσικής άρχισαν όλοι στην αίθουσα να φωνάζουν: “ντροπή Λοΐζο, ντροπή Λοΐζο”».
Να πούμε πως η Φόνισσα πήρε δύο Βραβεία (Σκηνοθεσίας και Α Γυναικείου Ρόλου), ενώ, εκείνη τη χρονιά, δεν είχαν απονεμηθεί καθόλου Βραβεία Σεναρίου, Μουσικής, Β γυναικείου και ανδρικού ρόλου, καθώς και πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη σε μικρού μήκους ντοκυμαντέρ. Το 1974 θα περάσει έτσι στην ιστορία –τούτο το υποστηρίζω εγώ δηλαδή– ως η «μαύρη χρονιά» για το ελληνικό soundtrack.
Να σημειώσω ακόμη πως στη συνέντευξη αυτή, στο περιοδικό Μουσική & Μουσικοί, ο Φέρρης λέει κι άλλα, πολλά κι ενδιαφέροντα, όπως ότι ξεκίνησε επαγγελματικά με τη μουσική και όχι με τον κινηματογράφο, όντας μέλος ενός vocal (και ροκεντρολίστικου) γκρουπ των Three Aces μετά τα μέσα των 50s, όταν βρισκόταν ακόμη στην Αίγυπτο. Mε το που ήρθε στην Ελλάδα το ’58 έρχονται μαζί του και οι άλλοι δύο (των Three Aces) και αφού μπει στο γκρουπ κι ένας τέταρτος μετασχηματίζονται σε… Four Devils, δίνοντας παραστάσεις σε αναψυκτήρια και καμπαρέ της εποχής με «γνωστές» επιτυχίες και δικά τους τραγούδια «που έμοιαζαν με rock nroll»… Τα γράφω αυτά γι’ όσους ψάχνουν τις ροκεντρολάδικες ρίζες στην Ελλάδα (είναι δυο-τρεις), αλλά δεν έχουν φθάσει ακόμη τόσο βαθειά...

Τετάρτη 24 Απριλίου 2013

PATTY PRAVO ελληνική διάσταση

Τo 1968, στην Ελλάδα, μπορεί να ήταν η χρονιά πολλών καλλιτεχνών, αλλά ήταν και της Patty Pravo (ή Πάτι… Μπράβο, όπως τη λένε και την γράφουν πολλοί ακόμη και σήμερα). Η “Bambola” ακουγόταν παντού, αφού είχε κυκλοφορήσει τόσο στο 45άρι “La bambola/ Se cl'amore” [RCA Victor 46g 50031], όσο και στο LPLa Bambola” [RCA Victor KLG 2023], τυπωμένα αμφότερα από τον Ελληνικό Οίκο Φωνογραφικών Εκδόσεων του Γεωργίου Ορφανίδη. Επίσης (η “Bambola”) είχε μεταφραστεί στη γλώσσα μας από τον Νότη Κύτταρη κι είχε τραγουδηθεί από την Μαίρη Αλεξοπούλου στο split 45άρι «Η μπάμπολα (La bambola)/ Νίκος Αντωνίου: Φεύγεις όνειρό μου (La farfalla impazzita)» [PAN-Vox 6116]. Ήταν η πρώτη καθοριστική επαφή του ελληνικού κοινού με την ιταλίδα τραγουδίστρια (δεν είμαι σίγουρος αν είχε προηγηθεί κάτι άλλο), η οποία (Patty Pravo) την επομένη χρονιά (1969) έρχεται να αποδώσει κι αυτή με τη σειρά της ένα ελληνικό τραγούδι. Ήταν το “Sola in capo al mondo” του Βαγγέλη Παπαθανασίου, με τους ιταλικούς στίχους του Luciano Beretta, που περιλαμβανόταν στο LP της “Concerto per Patty” [RCA/ARC ALPS 11013]. Φυσικά, επρόκειτο για το “End of the world” από το ρεπερτόριο των Aphrodites Child.
Η “Bambola” δεν ήταν, εννοείται, το μοναδικό 45άρι της Pravo, που τυπώθηκε στην Ελλάδα, αφού η επιτυχία του συγκεκριμένου τραγουδιού οδήγησε την ελληνική RCA σε μια σειρά εκδόσεων, στις οποίες ανήκουν τα singles “Gli occhi dell'amore/ Sentimento” [RCA Victor 46g 50039, 1968], “Tripoli 1969/ Lasciatemi amare chi voglio” [RCA Victor 46g 50049, 1969], “La spada nel cuore/ Roma è una prigione” [RCA Victor 46g 50079, 1970], “Tutt'al più/ Torna insieme a lei” [RCA 46g 104, 1971] και δεν ξέρω ποια άλλα ακόμη... Αποτέλεσμα αυτής της πληθώρας ήταν να εμφανισθεί η Ιταλίδα «ζωντανά» στην Ελλάδα, στο Παλαί ντε Σπορ την 16/9 και την 17/9/1972, στα προφεστιβαλικά ρεσιτάλ τού τότε Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης (τα δύο live είχαν αφήσει ανάμεικτες εντυπώσεις, όπως διαβάζουμε στα Επίκαιρα, #218, 6-12/10/1972).
Το 1976 η Patty Pravo κυκλοφορεί το άλμπουμ Tanto [RCA TPL1-1195], στο οποίο παίζει πλήκτρα και ενορχηστρώνει ο Βαγγέλης Παπαθανασίου. Πώς γνωρίστηκαν οι δύο καλλιτέχνες δεν είναι σίγουρο – ούτε κι έχει ιδιαίτερη σημασία. Πιθανώς να γνωρίζονταν από τα ιταλικά late sixties, ή πάλι να βρέθηκαν σε κάποιο στούντιο ή γραφείο της RCA (ως καλλιτέχνες της ίδιας εταιρείας), μπορεί, ακόμη, να είχε μεσολαβήσει και ο Νίκος Παπαθανασίου, που δούλευε εκείνα τα χρόνια ως παραγωγός για την ιταλική RCA. Σημασία έχει πως στο “Tanto” ο ήχος είναι… Vangelis, παρά τις επιμέρους βοήθειες. Στα ντραμς π.χ. συναντάμε τον Francesco Nizza, ο οποίος θα εμφανιζόταν αργότερα και στο LP της Βάνας Βερούτη “Ask Yourself” [Alcyon, 1981], στην κιθάρα συναντάμε τον Paul Jeffery (μάλλον πρόκειται για τον συνεργάτη του Tony Pinelli στο τρίτο LP του από το ’71, εκείνο με τη μηχανή στο εξώφυλλο, στο οποίο συμμετέχει και η Βερούτη – υπήρχαν ελληνοϊταλικοί σύνδεσμοι), στο φλάουτο ακούμε τον Rodolfo Bianchi, που είχε συμμετάσχει στο φοβερό “Celestial Ocean” (1973) των Brainticket και στο “L’Eliogabalo” (1977) του Emilio Locurcio, ενώ στο πιάνο εμφανίζεται ο γνωστός Βρετανός Maurice Pert
Την ίδια χρονιά (1976), και μάλλον μετά το “Tanto”, η ιταλίδα τραγουδίστρια ολοκληρώνει και το “Patty Pravo” [Ricordi SMRL 6193], το οποίον αποτελεί την πιο… φιλελληνική της πρόταση, αφού τέσσερα από τα κομμάτια εκείνου του δίσκου είναι ελληνικά, την ίδιαν ώρα που σ’ ένα πέμπτο, το “Grand Hotel” –είχε κυκλοφορήσει και σε 45άρι: “Grand Hotel/ Innamorata io” [Ricordi SRL 10.825, 1976]– παίζει πιάνο και moog ο Γιώργος Πεντζίκης. Τα τέσσερα ελληνικά τραγούδια είναι τα: “La mela in tasca”, “Jmanja”, “Piramidi di vetro” και “Sconosciuti cieli”. Τα τρία πρώτα καταχωρίζονται στα ονόματα των Γιάννη Σπάθα-Αντώνη Τουρκογιώργη και προέρχονται από το “Phos” (1976) των Socrates με ιταλικούς στίχους του Luigi Albertelli (πρόκειται για τα “Starvation”, “A day in heaven” και “Queen of the universe” αντιστοίχως), ενώ το τέταρτο είναι το “So long ago, so clear” των Βαγγέλη Παπαθανασίου/ Jon Anderson από το LPHeaven and Hell” του 1975 (επίσης με ιταλικούς στίχους του Albertelli).
Η Patty Pravo έχει στην ομάδα της πολύ καλούς μουσικούς, αφού, πέραν των Γιώργου Πεντζίκη και Paul Jeffery, συμμετέχουν σ’ αυτήν ο Alberto Radius στις κιθάρες και ο μπασίστας Paolo Donnarumma (ο οποίος παίζει και στο αγαπημένο “Come è profondo il mare” του Lucio Dalla, άλμπουμ του 1977). Επίσης στο γνωστό LPRock and Roll Exibition” (1979) των Demetrio Stratos, Mauro Pagani και Paolo Tofani –επειδή το έψαξα λίγο το λέω– εμφανίζεται κάποιος μπασίστας ονόματι Fabio Donnarumma, τον οποίον η ιταλική Wikipedia τον ταυτίζει με τον… Paolo Donnarumma. Δεν είμαι βέβαιος πως πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο και όχι για… κάποιο από τα γνωστά-άγνωστα λάθη. Εκείνο για το οποίον είμαι βέβαιος, πάντως, είναι πως ο δίσκος συνολικώς «μετράει» και πως οι διασκευές της Patty Pravo και των συνεργατών της στα κομμάτια των Socrates είναι πολύ καλές, κοντά στην ατμόσφαιρα του «Φωτός».