Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2015

THE FIRST ή αλλιώς… The Ventures!

Αυτός ο μύθος είναι παλιός και κρατάει από τη δεκαετία του ’80. Tουλάχιστον.
Όσοι μάζευαν, από τότε, δισκάκια με ελληνικά συγκροτήματα των sixties, σίγουρα θα έπεσαν κάποια στιγμή πάνω σ’ ένα ελληνικής εκτύπωσης 45άρι, σε ετικέτα A - G, μ’ ένα surf στη μια πλευρά κι ένα garage στην άλλη – δύο instros δηλαδή που αποδίδονταν από κάποιους First. Μιλάμε για το δισκάκι… Ten seconds to heaven/ Two thousands pound [A - G Records 1031], που πρέπει να τυπώθηκε προς το τέλος της δεκαετίας. Ίσως ήταν λογικό, για τα τότε δεδομένα, να νόμιζαν κάποιοι από εμάς πως επρόκειτο για τους Έλληνες First, που είχαν ξεκινήσει να εμφανίζονται στη σκηνή στο δεύτερο μισό του ’67, όμως σήμερα δεν είναι (λογικό). Παρά ταύτα πολλοί το νομίζουν ακόμη… Για να δούμε πως έχουν τα πράγματα…
Στο τεύχος #90 των Μοντέρνων Ρυθμών (11/10/1967) γράφει για τους First ο Θόδωρος Σαραντής: «Με ξεχωριστή επιτυχία συνεχίσθησαν και το δεκαπενθήμερο που μας πέρασε τα μουσικά σώου του θεάτρου Μινώα. Η συμμετοχή γνωστών και αγνώστων ονομάτων δημιουργεί κάθε εβδομάδα ένα πλούσιο πρόγραμμα, που ικανοποιεί απόλυτα το μεγάλο πλήθος των νέων, που γεμίζει ασφυκτικά το θέατρο». Ακολουθούν πληροφορίες για τους Prophets, τους Esquires, τους GLX, τους Cinquetti και τέλος για τους First, για τους οποίους διαβάζουμε: «Οπωσδήποτε οι νεαροί Φερστ πρέπει να είναι ευχαριστημένοι από την θερμή υποδοχή που τους επεφύλαξε το κοινό. Οι Φερστ μπορούν κάλλιστα να χαρακτηρισθούν σαν η μασκώτ του σώου ’67».
Στο τεύχος #92 (8/11/1967) πάλι ο Σαραντής σημειώνει: «Οι δημοφιλείς από τα Σώου ’67 Φερστ παίζουν τώρα με επιτυχία στο κλαμπ Ποπ Αρτ. Οι χαριτωμένοι αυτοί πιτσιρίκοι κατορθώνουν να ξεσηκώνουν μεγάλους και μικρούς στη πίστα, χάρις στον ωραίο τρόπο που αποδίδουν όλες τις ξένες επιτυχίες».
Αλλά και στο τεύχος #94 (6/12/1967) υπάρχουν δυο λόγια για το γκρουπ, ξανά από τον Σαραντή: «Με επιτυχία εμφανίσθηκαν οι συμπαθέστατοι Φερστ το περασμένο δεκαπενθήμερο στο κλαμπ ‘Ουίσκυ α γκο-γκο’. Εξ ίσου επιτυχημένες συνεχίζονται και οι εμφανίσεις τους στα κυριακάτικα σώου του θεάτρου Αλάμπρα».
Φαίνεται λοιπόν πως εκείνη την περίοδο το γκρουπ ήταν αρκετά γνωστό και δεν αποκλείεται το δισκάκι, που κυκλοφόρησε κάτω από το όνομα “The First”, να επιχειρούσε να εκμεταλλευτεί την επιτυχία του (την επιτυχία του γκρουπ εννοώ) στη σκηνή. Στην πράξη, όμως, τι είχε γίνει; Εκείνο που είχε συμβεί και με την ετικέτα Select του Αντώνη Πλωμαρίτη και τους ανύπαρκτους Red Rose The Group. 
Δες κι εδώ… http://diskoryxeion.blogspot.gr/2011/06/red-rose-group-select.html
Η A-G είχε πάρει ένα όνομα (The First), έχοντας στο νου της το ελληνικό συγκρότημα (αλλά μπορεί και όχι – δεν παίρνω όρκο) κι είχε κολλήσει κάτω απ’ αυτό δύο κομμάτια που ήταν κλεμμένα! Και για να μην αντιληφθεί κανείς περί τίνος επρόκειτο σβήστηκαν τα credits, ενώ άλλαξε και ο τίτλος τού ενός απ’ αυτά, όπως είχε συμβεί και με την περίπτωση των Red Rose the Group! Αδιανόητα πράγματα, που δεν ξέρω αν συνέβαιναν κάπου αλλού πλην Ελλάδoς…
Έτσι, το “Ten seconds to heaven” (των υποτιθέμενων First) δεν ήταν άλλο από το “Ten seconds to heaven” των Ventures, που είχε κυκλοφορήσει στο δισκάκι “Ten seconds to heaven/ Bird rockers” [USA. Dolton No 308, 1965], ενώ το “Two thousands pound” ήταν η πρώτη πλευρά του single “The 2,000 pound bee (Part 1)/ The 2,000 pound bee (Part 2) [USA. Dolton No 67, 1962], που είχε γράψει ο Mel Taylor, o ντράμερ των Ventures.
Το πρώτο ήταν ένα πολύ καλό surf, αλλά μάλλον ξεπερασμένο για το 1965, καθώς η pop είχε πάρει πια άλλες κατευθύνσεις, ενώ το δεύτερο ήταν ένα δυνατό garage instro, και μάλιστα… μπροστά από την εποχή του, αν σκεφθούμε πως επρόκειτο για εγγραφή του ’62. Εκείνο που τοποθετούσε «μπροστά» το κομμάτι δεν ήταν άλλο από το fuzz της κιθάρας, που παρείχε στο The 2,000 pound bee (Part 1)”, ή Two thousands pound[sic] κατά την A - G, μιαν εντελώς «βρώμικη» χροιά. Κάποιοι λένε, μάλιστα, πως πρόκειται για το πρώτο fuzz της ιστορίας, κάτι που δεν είναι σωστό, αφού είχε προηγηθεί τουλάχιστον το “I just dont understand” με την Ann Margret, που είχε βγει στην RCA την προηγούμενη χρονιά (1961). Εν πάση περιπτώσει δεν είναι τώρα, εδώ, το θέμα μας οι σπουδαίοι Ventures, αλλά οι Έλληνες First
Στους First έπαιζαν πολύ καλοί μουσικοί κι αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός πως μέλη του γκρουπ συμμετείχαν αργότερα σε ηχογραφήσεις και live των Poll. Όπως για παράδειγμα ο Μάκης Παπαθεοδώρου, που έπαιξε φλάουτο στο «Άνθρωπε αγάπα» και βεβαίως ο μπασίστας Μίκης Μίχος (τα λέει ο Τουρνάς αυτά στην ιστορία των Poll, που είχε δημοσιευτεί σε συνέχειες στη Μανίνα το 1975).
Λεπτομέρειες για τους First γράφει ο Νίκος Σάρρος στο βιβλίο του Τα ελληνικά μουσικά συγκροτήματα των sixties [Μισκής, 2015] λέγοντας, ανάμεσα σε άλλα, πως προς το τέλος της διαδρομής τους έπαιζαν στο στυλ του φωνητικού jazz-rock των Blood, Sweat & Tears, των Ten Wheel Drive, των Ides of March και τo soul-jazz-funk των Tower of Power, σημειώνοντας πως δύο ακόμη μέλη του γκρουπ συμμετείχαν στις ηχογραφήσεις των Poll (πλην των Παπαθεοδώρου και Μίχου) – ο Τάκης Κουτελιάς πιάνο και ο Γιώργος Γαβαλάς κρουστά (που μάλλον είναι ο Γαβαλάς, που έπαιξε λίγο πιο μετά στη Λαιστρυγόνα του Σαββόπουλου). Επίσης από τους First είχαν περάσει ανάμεσα στα χρόνια 1967-71 οι Τάκης Ανδρούτσος κιθάρα και Τάκης Μαρινάκης ντραμς (γνωστοί, αμφότεροι, από τους Πελόμα Μποκιού).
Δεν θα έγραφα, τώρα, σώνει και καλά αυτό το κείμενο, αν δεν με έπαιρνε φίλος τηλέφωνο προ ημερών λέγοντάς μου πως βρήκε το μοναδικό δισκάκι των… First. Του είπα «μπράβο», αλλά του εξήγησα πως το συγκεκριμένο δισκάκι είναι μούφα, αφού δεν ακούγονται οι Έλληνες First, μα οι Αμερικανοί Ventures. Έπαθε πλάκα φυσικά, λέγοντάς μου την επόμενη μέρα, σ’ ένα άλλο τηλεφώνημα, πως παντού στο δίκτυο γράφεται πως το δισκάκι είναι των Ελλήνων First
Είναι αλήθεια, το γράφουν ή το υπονοούν κάποια παιδιά, ή όχι και τόσο παιδιά, σε blogs και στο YouTube… Ελπίζω τώρα, αφού διαβάσουν το κείμενο, να το διορθώσουν…

Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2015

WILLIAM HOOKER QUARTET κόκκινο

Ιδιαίτερη και άκρως σημαντική περίπτωση jazz ντράμερ και improviser, ο William Hooker είναι πολύ γνωστός, ή έστω γνωστός, τόσο στους φίλους του rock, όσο και σ’ εκείνους της avant-garde, αφού έχει ηχογραφήσει με τους Thurston Moore, Lee Ranaldo, Jim O'Rourke, Zeena Parkins κ.ά. Στη σκηνή από τα μέσα των seventies, ο Hooker έχει μια εκτεταμένη κι αυτός δισκογραφία που αριθμεί περισσότερα από 60 άλμπουμ, όλα ενταγμένα σ’ αυτό το κλίμα της free-avant-jazz, με τις όποιες επιμέρους αποδράσεις. Σ’ ένα από τα πιο πρόσφατα CD του, που ηχογραφήθηκε στο Brooklyn τον Μάιο του 2012, ο αμερικανός ντράμερ βρέθηκε να συνεργάζεται με τον παλιό γνώριμό του πιανίστα Mark Hennen (Ensemble Muntu, Collective 4tet…), τον τρομπετίστα Matt Lavelle (συμπαραστάτης στα τζαζ γεράματα του Giuseppi Logan) και τον μπασίστα Larry Roland (δίπλα στους Gunter Hampel, Charles Gayle κ.ά.), σε μια σειρά συνθέσεων, ας τις πούμε έτσι, που καταγράφουν με αδρές γραμμές το προφίλ και τις ηχητικές απόψεις του.
Το Red [Gaffer/ Atypeek Music/ Creative Eclipse PR, 2015] ξεκινά με το “Ever remembered”, που ανοίγει χαλαρά με το περιγραφικό πιάνο του Hennen, πριν εξελιχθεί σ’ έναν free ορυμαγδό με συνεχή clusters (στο πιάνο), καταιγιστικό ρυθμικό παιγνίδι και γεμίσματα απ’ όλα τα όργανα σε μόνιμη βάση. Το “Miracle of Tansen” συνεχίζει στο ίδιο στυλ, με την τρομπέτα να παίζει μελωδικές φράσεις μπροστά από μια «καταστροφή». Οι φωνές του Hooker, εδώ κι εκεί, δείχνουν απλώς το βάθος και το ύψος της έκστασης, εντός της οποίας... παραφέρεται το κουαρτέτο. Τα κομμάτια δεν τελειώνουν, να το πούμε αυτό, απλώς το ένα «χάνεται» μέσα στο άλλο. Κάπως έτσι και το “The progressive nature” προχωρά ακόμη περισσότερο αυτό το… πέρα από τo κόκκινo παιγνίδι, άνευ σταματημού και χωρίς ουδεμία διάθεση υποστολής αυτής της κάπως άναρχης αντίληψης/ εκτέλεσης. Αν και τα vibes παραμένουν πάντα στο ίδιο υψηλό επίπεδο είναι η τρομπέτα του Lavelle στο “Higher triad”, που μετατρέπει τούτο το track σ’ ένα καθαρό late sixties άκουσμα, με το πιάνο του Hennen να χαμηλώνει για πρώτη φορά την ένταση, σχεδόν έως τη σιωπή, πριν ο Hooker, μ’ ένα… χεβυμεταλλικό σόλο, επαναφέρει την κατάσταση στο πρότερο level. To προτελευταίο “Instinct and intellect” παρατείνει αυτή την ντραμιστική έξαρση, με τον Roland να παίζει «παπάδες», την τρομπέτα να «γεμίζει» και το πιάνο ν’ ακούγεται στο background σ’ έναν εντελώς διαβρωτικό ρόλο. Φοβερό/ φοβερές free καταστάσεις, που δεν σ’ αφήνουν ν’ ανασάνεις. Το τελευταίο track του “Red” έχει τίτλο “Ceremony”. Στη μισή διάρκειά του ο Hooker καταγράφεται σ’ ένα απίθανο σόλο, με κάποια από τα χτυπήματά του ν’ ακούγονται λες κι είναι περασμένα από echo, δίνοντας με τη «βροχή» στα πιατίνια το έναυσμα για μιαν ακόμη πιο πυρακτωμένη «ελεύθερη» περιπέτεια.
Δεν συναντάς κάθε μέρα τέτοιου τύπου free-jazz άλμπουμ, που να σε πιάνουν και να σε ταρακουνούν από το πρώτο μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο.

Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2015

ERNIE KRIVDA ένα τζαζ ρέκβιεμ άλλου τύπου

Όπως είχα γράψει και παλαιότερα ο τενορίστας Ernie Krivda δεν είναι τυχαία περίπτωση. «Μπορεί το όνομά του να μην είναι από εκείνα που κυκλοφορούν ευρύτατα, όμως ο άνθρωπος παίζει jazz από τα early sixties (Jimmy Dorsey Orchestra), έχει συνεργαστεί με τους Chick Corea, Elvin Jones, Herbie Hancock, υπήρξε sideman του Quincy Jones, έχει εμφανισθεί σε Ευρώπη και Αμερική, έχει στην κατοχή του περισσότερα από 30 άλμπουμ».
Το πιο πρόσφατο CD τού Ernie Krivda έχει τίτλοRequiem for a Jazz Lady [CAPRI, 2015], είναι ηχογραφημένο κάπου στο Cleveland του Ohio, στην ιδιαίτερη πατρίδα του παίκτη κι έχει αφετηρία… εξωκαλλιτεχνική, την οποίαν πρέπει οπωσδήποτε ν’ αναφέρουμε.
Πριν λίγο καιρό, όπως διαβάζουμε στο ένθετο, ο Krivda δέχθηκε ένα τηλεφώνημα που τον πήγε πολύ πίσω στο χρόνο, όταν ξεκινούσε την καριέρα του στα sixties στα κλαμπ της πόλης (Cleveland). Ο σκοπός του τηλεφωνήματος ήταν κάτι άλλο, κάτι μη αναμενόμενο. Η αδελφή ενός αγρίως δολοφονημένου κοριτσιού, της Beverly Jarosz (το έγκλημα συνέβη το 1964), έψαχνε, μισόν αιώνα μετά, την ανεξιχνίαστη εκείνη κατάληξη… και κάπως έτσι, μέσα στην έρευνά της έφθασε και στον Krivda. Η jazz σκηνή της πόλης ήταν πολύ δημοφιλής στα μέσα του ’60 στο νεαρόκοσμο και η αδελφή τής άδικα χαμένης Beverly, ζητούσε από τον σαξοφωνίστα να θυμηθεί κάτι, οτιδήποτε, που θα μπορούσε ενδεχομένως να την βοηθήσει. Ο Krivda ανακάλεσε όλο αυτό το σκηνικό των νεανικών του χρόνων, και, παρότι δεν μπόρεσε να βοηθήσει ουσιαστικώς, βρήκε τη δύναμη, ή την έμπνευση (πείτε το όπως θέλετε), να γράψει ένα άλμπουμ για ’κείνα τα χρόνια – τα τόσο πολύτιμα σε εμπειρίες για τη μετέπειτα καλλιτεχνική ζωή του. Έτσι κάπως έδωσε και τον τίτλο “Requiem for a Jazz Lady” στο άλμπουμ του. Ένα άλμπουμ που δονείται συναισθηματικώς από ένα ξεχασμένο «σκληρό» γεγονός, βρίσκοντας ταυτοχρόνως και τον τρόπο ν’ ακούγεται «σημερινό».
Έξι συνθέσεις του Ernie Krivda περιέχει το “Requiem…” καθώς κι ένα στάνταρντ (το “Ill close my eyes” από τα mid 40s), όλα περασμένα μέσα από το πιάνο του Lafayette Carthon, το μπάσο της Marion Hayden, τα ντραμς του Renell Gonsalves και βεβαίως το τενόρο του Krivda. Ο αμερικανός saxman διακονεί το bop βασικά, και αυτό παρουσιάζει εν πολλοίς στις δικές του συνθέσεις. Bop που εκκινεί από το blues ως γνωστόν και που αναπτύσσεται σε διάφορες ταχύτητες, καθώς περιγράφονται κάθε φορά οι διάφορες συναισθηματικές αλλαγές και μεταπτώσεις. Έτσι ξεκινάει το πράγμα με το ταχύ “The remarkable Mr. Black” και κάπως έτσι ολοκληρώνεται με το πνιγηρό φερώνυμο track (“Requiem for a jazz lady”) – ενώ ενδιαμέσως απολαμβάνεις από waltz (“Little face”), μέχρι funk (“Questions”) και από μπαλάντες (“Ill close my eyes”) μέχρι blues (“Great lakes gumbo”).
Και αυτό το CD του Ernie Krivda, πέραν της αφορμής (για την οποία γράψαμε στην αρχή), είναι ενδεικτικό της κλάσης, της αξίας και της ιστορίας του παίκτη. Και τούτο κρατάμε για μιαν ακόμη φορά.

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2015

BERITS HALSBAND φοβερό prog-fusion άλμπουμ από την Σουηδία των mid 70s (ελληνική έκδοση)

Ελληνική έκδοση/επανέκδοση (στα labels MusicBazz και Sound Effect), που κάνει τη διαφορά στο χώρο του παλαιού progressive rock. Και τούτο γιατί, πρώτον, το μοναδικό άλμπουμ των Berits Halsband από το 1975 είναι ανεπανάληπτο και, δεύτερον, επειδή είναι η πρώτη φορά, αν δεν με απατά η μνήμη μου, κατά την οποίαν ένα σουηδικό prog βινύλιο από τα seventies κυκλοφορεί στη χώρα μας (πρώτα-πρώτα για ’μας, αλλά και για όποιον άλλον γουστάρει πέραν από ’μας).
Για το progressive rock, την progressive jazz και την… progressive μείξη τους στη Σουηδία των seventies έχω γράψει κι άλλες φορές στο δισκορυχείον κι έχω εξάρει την παρουσία συγκροτημάτων όπως οι Mecki Mark Men, οι Samla Mammas Manna, οι Ramlösa Kvällar, οι Arbete och Fritid, οι Iskra, οι Archimedes Badkar, οι Fläsket Brinner κ.ά. Βασικό χαρακτηριστικό της σκηνής υπήρξε η έντονη (αριστερή) πολιτικοποίηση, που ξεπερνώντας την κλασική σοσιαλδημοκρατία κατέληγε σε μαρξισμούς-λενινισμούς, τροτσκισμούς και μαοϊσμούς, με συγκροτήματα που δρούσαν ομαδικώς (αποτελούμενα από μουσικούς ή μη), κάπως σαν κοινόβια ή σαν κοοπερατίβες. Ανακατεύοντας την jazz του Don Cherry, το progressive rock που έφθανε από την Βρετανία και το fusion του Frank Zappa και των Mothers, με τις πολυεθνικές μουσικές (βαλκανικές, ασιατικές, αφρικανικές, λατινοαμερικανικές κ.λπ.) και με προσανατολισμό σφόδρα αντικαπιταλιστικό και αντιαμερικανικό (δρώντας και τραγουδώντας υπέρ της αντίστασης των Βιετναμέζων, κατά της χιλιανής χούντας κ.ο.κ.), οι Σουηδοί progsters άφησαν ως ενθύμια δεκάδες σπουδαίους δίσκους, οι οποίοι –περιττό να το πω– πέρασαν εντελώς απαρατήρητοι από το ελληνικό κοινό (όχι μόνο στην εποχή τους, αλλά και όλα τα μετέπειτα χρόνια). Αν εξαιρέσει δηλαδή κανείς τους Samla Mammas Manna, που επειδή ανακατεύτηκαν με το RIO έφθασαν στ’ αυτιά περισσοτέρων, όλοι οι υπόλοιποι παρέμειναν «άγνωστες ποσότητες». Μήπως θα γίνουν τώρα «γνωστές»; Τώρα η πληροφορία μοιράζεται αλλιώς και ο καθένας μας δρα από μόνος του πια… Δεν περιμένει ένα κείμενο σ’ ένα περιοδικό για να πάρει μπρος. Αλλά τότε, στα seventies και τα eighties, ήταν αλλιώς τα πράγματα. Έτσι, όταν έπρεπε τούτοι ακριβώς οι ήχοι να διασκορπιστούν όπως θα άρμοζε, απλώς αυτό δεν συνέβη…
Forsa Ljud και Berits Halsband
Οι Berits Halsband, αν κρίνουμε από τη φωτογραφία του οπισθοφύλλου, ήταν ένα τέτοιο γκρουπ. Μια ομάδα, μια συνεργατική, αποτελούμενη από μουσικούς και μη μουσικούς – ποζάρουν και οι 14 στο πλάνο. Οι έξι απ’ αυτούς φαίνεται πως αποτελούσαν το προσωπικό (ας το πούμε έτσι) της εταιρείας/ στούντιο Forsaljud (ή και Forsa Ljud), που είχε την έδρα της στην Forsa της κεντρικής Σουηδίας, ενώ οι υπόλοιποι οκτώ είναι οι οργανοπαίκτες, δηλαδή οι: Michael Lindqvist ντραμς, Jonas Lindgren ηλεκτρικό πιάνο, Mats Anton Karis φλάουτο, Bengt Ekevärn τρομπέτα, Peter Adolfsson (δεν διευκρινίζεται τι όργανο παίζει, αλλά μάλλον παίζει κιθάρα), Göran Frost μπάσο, Olof Söderberg κιθάρα και Tommy Adolfsson τρομπέτα (σίγουρα ο πιο γνωστός όλων, αφού την ίδια πάνω-κάτω εποχή είχε περάσει από τους Archimedes Badkar και τους Iskra). Αν και δεν υπάρχουν σαφή στοιχεία για το ιδεολογικοπολιτικό πλέγμα κάτω από το οποίο ζούσαν και δημιουργούσαν οι Berits Halsband, δεν θα ήταν λάθος αν υπέθετε κανείς, ακούγοντας και τις μουσικές τους δηλαδή, πως αυτό δεν θα διέφερε και πολύ από εκείνο των τότε συνοδοιπόρων τους – των Archimedes Badkar ας πούμε, καθότι «μοιάζουν» και οι μουσικές τους.
Τέσσερα tracks έχει το μοναδικό LP των Berits Halsband. Το πρώτο έχει τίτλο “Myror i köket” και καταλαμβάνει λίγο παραπάνω από την μισή πλευρά του άλμπουμ. Έξοχο κομμάτι με πολύ δυναμικό και συναισθηματικό ταυτοχρόνως παίξιμο. Τέλειες κιθάρες και πνευστά που παίζουν συνεχή σόλι, σαν σε jam, και ωραία σπιντάτο ρυθμικό τμήμα που στρώνει, όπως λέμε, το παιγνίδι. Με γνώση επεξεργασμένες είναι και οι πνευστές γραμμές, που κάνουν κι αυτές τη διαφορά, με το φλάουτο και το ηλεκτρικό πιάνο να προσθέτουν περαιτέρω, είτε «γεμίζοντας», είτε συνοδεύοντας. Μπορεί να υπάρχει μιαν «ελευθερία» στα θέματα, είναι όμως τούτα τόσο ωραία διευθετημένα που σε αφήνουν, εν τέλει, άναυδο. Μεγάλες μουσικές, που, δυστυχώς, δεν ξαναγράφονται... Το επόμενο κομμάτι της πλευράς έχει τίτλο “El hamokk” και συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο. Μια ανατολίτικη ελικοειδής μελωδία έρχεται κι επανέρχεται, με τις τρομπέτες να κάνουν πολύ καλή δουλειά και με το όλο στυλ να φέρνει στο νου ένα (φανταστικό) συνδυασμό… Sevda με Fläsket Brinner και Kebnekaise (τα ονόματα τα γνωρίζουν οι φίλοι της swedish jazz και rock).
Στη δεύτερη πλευρά κυριαρχεί το “Halvvägs hildur”. Το κομμάτι μπαίνει αργά και σε χαμηλή ένταση, για ν’ «ανεβεί» πολύ σύντομα με ωραία ομαδική δουλειά και με συνεχή breaks απ’ όλα σχεδόν τα όργανα. Εδώ η jazz του Miles Davis και το fusion του Frank Zappa από το πρώτο μισό του ’70 φαίνεται πως αποτελούν αναφορές, αν και τα κλασικά progressive σχήματα δεν απολείπουν. Το σόλο στην κιθάρα είναι για ακόμη μια φορά εντυπωσιακό, ενώ πολύ καλή δουλειά κάνουν στο background το ηλεκτρικό πιάνο και η ρυθμική κιθάρα. Η τρομπέτα που παίρνει γραμμή εν συνεχεία επιβεβαιώνει το προρρηθέν (περί Davis), με το φλάουτο να προσθέτει τα δικά του space vibes. Το κομμάτι συνεχίζει σ’ αυτό το fusion κλίμα (με το ηλεκτρικό πιάνο, τώρα, να πρωταγωνιστεί), πριν το τελικό progressive-oriented κλείσιμο.
Το “Flaxöras hemliga återkomst” θα ολοκληρώσει με τον καλύτερο τρόπο αυτό το μοναδικό, σε κάθε περίπτωση, άλμπουμ. Πρόκειται για ένα ακόμη δυνατό track που πατάει πάνω σε μιαν απλή όσο και σταθερή ρυθμική βάση, προσφέροντας ανοιχτό πεδίο για ποικίλες οργανικές παρεμβάσεις. Με συνεχή γεμίσματα από τα πνευστά και τις κιθάρες και με εύπλαστες μελωδικές γραμμές, το κομμάτι αυτό δείχνει… ένα και μόνο. Πόσο μπροστά βρίσκονταν τούτοι ’δω οι παικταράδες, παράγοντας, πριν 40 χρόνια ακριβώς, μια μουσική που δεν τελειώνει... 
Εύγε στις MusicBazz και Sound Effect γι’ αυτή τη δισκάρα, που κυκλοφορεί σε τρεις μορφές βινυλίων, όπως και σε CD, και σε 710 συνολικώς αντίτυπα (360 και 350 αντιστοίχως).