Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2017

ΛΟΥΚΑΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ χούντα και ομοφυλοφιλία – διαβάζοντας τον «Καιάδα»

Τρέφω ιδιαίτερη εκτίμηση για το έργο του Λουκά Θεοδωρακόπουλου (1925-2013). Και για το ποιητικό του, και για το πεζογραφικό, και για το μεταφραστικό, και για εκείνο το έργο του που συνδέθηκε από πολύ νωρίς με τον ομοφυλόφιλο ακτιβισμό (το ΑΚΟΕ, το περιοδικό Αμφί κ.λπ.).
Ο Θεοδωρακόπουλος ήταν αριστερός, είχε συμμετάσχει ενεργά στο αντάρτικο, είχε βιώσει την Ελλάδα του χαφιέ, του χίτη και του μετέπειτα κυνηγητού της Δεξιάς και ερχόμενος από την επαρχία (Άμφισσα) στην Αθήνα θα τυπώσει την πρώτη ποιητική συλλογή του, το Σχήμα Κραυγής, το 1954.
Εκείνα τα χρόνια και τουλάχιστον μέχρι το 1971, όταν θα κάνει την πρώτη μετάφρασή του για τον Κέδρο (το βιβλίο τού Βηρ Γκόρντον Τσάιλντ Ο Άνθρωπος Πλάθει τον Εαυτό του), ο Θεοδωρακόπουλος δεν ζούσε από τα γραπτά και τις μεταφράσεις του (δούλευε σε εργοστάσιο ως λογιστής). Παρά ταύτα είχε αρχίσει να ξετυλίγει σιγά-σιγά και το πεζογραφικό ταλέντο του, καθώς εκείνη ακριβώς τη χρονιά (1971) δίνει το μοντέρνο μυθιστόρημά του Ραντεβού με τον Πύργο του Άιφελ [Κέδρος], που είχε εντυπωσιάσει ακόμη και τον Κώστα Ταχτσή, ο οποίος και το προτείνει για να μεταφραστεί στα αγγλικά από τις εκδόσεις Penguin (που είχαν τυπώσει, σε δεύτερη αγγλική έκδοση, Το Τρίτο Στεφάνι το 1969). Δεν συνέβη.
Είχαν προηγηθεί το ποιητικό Μυθολογία της Ξάνθης, που τυπώθηκε τις πρώτες μέρες του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου και βασικά ένα περιστατικό, μέσα στη δικτατορία πια, που αποτέλεσε την πρώτη ύλη για το δεύτερο πεζογράφημά του, το Καιάδας / Χρονικό μιας πολιορκίας, που θα μπορούσε να είχε τυπωθεί –λέμε τώρα– επί δικτατορίας (αναφέρεται ως προσεχής τίτλος στο Ραντεβού με τον Πύργο του Άιφελ, το φθινόπωρο του ’71), αλλά τυπώθηκε τελικώς τον Μάρτιο του ’76 από τον Εξάντα.
Τι ήταν ο Καιάδας;
Ένα αφήγημα-ντοκουμέντο, ένα γραπτό χρονικό της περιπέτειας που έζησαν καμμιά τριανταριά «ανώμαλοι τύποι» σ’ ένα σπίτι τής Καλογρέζας, τον Οκτώβριο του ’68, όταν μετά από μια καρφωτή βρέθηκαν μπουζουριασμένοι στην Ασφάλεια με ανύπαρκτη, επί της ουσίας, κατηγορία.
Ο Θεοδωρακόπουλος, που προφανώς κρατούσε κάποιου είδους ημερολόγιο, γράφοντας το αφήγημά του συν τω χρόνω, φαίνεται πως ξεκίνησε αμέσως μετά το βασικό γεγονός, φθάνοντας έως και τη δίκη των οικοδεσποτών δυο χρόνια αργότερα. Για να δούμε όμως κάποιες λεπτομέρειες…

Ο Λουκάς Θεοδωρακόπουλος στα τέλη της δεκαετίας του '60
Να ξαναπούμε, λοιπόν, πως το βιβλίο αφορά σ’ ένα πραγματικό περιστατικό που συνέβη την 26η Οκτωβρίου 1968 (ανήμερα του Αγίου Δημητρίου), όταν, σ’ ένα σπίτι στην Καλογρέζα, συνελήφθηκαν τριάντα άνθρωποι που διασκέδαζαν σε μια γιορτή (με τον συγγραφέα παρόντα). Η αστυνομία είχε μπει στο σπίτι από νωρίς, πριν καταφθάσουν όλοι οι καλεσμένοι, επειδή είχε πληροφορίες πώς θα συνέβαιναν… όργια, τα οποία και ήθελε να προλάβει. Το χαζό κόλπο εξέθετε, πρώτα-πρώτα, εκείνους τους βλάκες που το σκέφτηκαν. Αν η αστυνομία πήγαινε «μετά» θα διακινδύνευε να φύγει με άδεια χέρια. Πηγαίνοντας όμως «πριν», άφηνε να υπονοηθεί πως είχε προλάβει… το κακό, σώζοντας την κοινωνία, σε μια τυπική για την περίπτωσή της «επιχείρηση αρετή».
Ενταγμένη μέσα σε μια προσωπική προσπάθεια τού διαβόητου συνταγματάρχη Ιωάννη Λαδά (γενικός γραμματέας, τότε, του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως και όχι υπουργός, όπως αναφέρεται στο βιβλίο), να ενοχοποιηθούν άνθρωποι, μόνο και μόνο επειδή υπήρχαν «πληροφορίες» για την παρουσία τους σ’ ένα… άντρο «ανωμάλων τύπων», η πολιορκία της Καλογρέζας αθροίζεται στις υπόλοιπες σπασμωδικές ενέργειες του φαιδρού/φασίστα συνταγματάρχη να επιδείξει έργο, βγάζοντας στη σέντρα οποιονδήποτε δεν ταυτιζόταν με τις απόψεις του και με το δικό του κώδικα «ηθικής». Φυσικά, οι άνθρωποι (μαζί και ο συγγραφέας) δεν απέφυγαν την ψυχική ταλαιπωρία, παρά το γεγονός πως στη βάση της η κατασκευασμένη αυτή υπόθεση ήταν από την αρχή φανερό πως θα έπεφτε (όπως και συνέβη) στο δικαστήριο.
Ο Θεοδωρακόπουλος καταγράφει τα συμβάντα μ’ έναν δεξιοτεχνικό τρόπο που θυμίζει καλοστημένο θρίλερ. Και το βιβλίο του πέραν από ένα αναμφισβήτητο ντοκουμέντο, γύρω από τα γενικότερα ήθη της εποχής, είναι κι ένα καταπληκτικό αφήγημα με αξιοσημείωτο σασπένς, που κρατάει μαγκωμένο τον αναγνώστη μέχρι και την τελευταία του λέξη. Απορώ, δε, πώς αυτό το βιβλίο, Ο Καιάδας (από μια φράση του Λαδά… «μωρέ όλοι στον Καιάδα θέλετε σεις!») δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ κανείς να το μεταφέρει στην οθόνη. Ίσως και να ενδιαφέρθηκε και να μην προχώρησε η φάση… Ποιος ξέρει…
Στο βιβλίο το ονοματεπώνυμο «Ιωάννης Λαδάς», και θα πρέπει να το πούμε αυτό, αναφέρεται μόνο στην αρχή, στη σελίδα 7, σε μιαν υποσημείωση, καθώς στο κυρίως μέρος τής αφήγησης ο Λαδάς είναι ο… Επίσημος. Κάτι που δηλώνει πως Ο Καιάδας είχε γραφεί, σίγουρα, επί δικτατορίας, με την υποσημείωση να μπαίνει επί Μεταπολίτευσης πια. Φυσικά, δεν χρειαζόταν πολλά ο αναγνώστης (οι περιγραφές ήταν αρκετές), ώστε να καταλάβει ποιος ήταν εκείνος που κρυβόταν πίσω απ’ τον… Επίσημο.
Το οδυνηρότερο κομμάτι του αφηγήματος, το οποίον ο Θεοδωρακόπουλος περιγράφει με ανατριχιαστική ακρίβεια, έχει να κάνει με την ψυχολογική κατάσταση των πρωταγωνιστών (τη δική του και αρκετών άλλων της παρέας), τον πανικό κοντολογίς που βιώνει κάποιος όταν συλλαμβάνεται –και μάλιστα σε μιαν εποχή με την αστυνομία κράτος εν κράτει– δίχως να έχει φταίξει σε κάτι. Αν εκείνος που έχει πράξει μια παρανομία, μπαίνοντας στο στόχαστρο των διωκτικών αρχών, ζει με την ψυχολογία του κινδύνου και άρα μπορεί να διαχειριστεί μια «δύσκολη θέση», ο αθώος που συλλαμβάνεται δίχως εξηγήσεις και δίχως να έχει πράξει τίποτα το μεμπτό, βιώνει μια καφκική υπερένταση, που μπορεί να τον παραλύσει. Εδώ, ο Θεοδωρακόπουλος δίνει ρέστα υπογράφοντας ένα ρεαλιστικό ψυχολογικό θρίλερ, που συμπίπτει, στην περίπτωσή του, με την αδυσώπητη και βάρβαρη πραγματικότητα.
Στόχος του αήθους Λαδά (είναι μακαρίτης, αλλά δεν υπάρχει άλλος χαρακτηρισμός) ήταν η ψυχική εξόντωση αθώων ανθρώπων. Ήξερε ότι νομικά δεν μπορούσε να κάνει κάτι, γιατί δεν υπήρχε απολύτως τίποτα, αλλά τρενάροντας την ιστορία μέσω των και-καλά ανακρίσεων και της δημιουργίας έκδηλων αμφιβολιών και φόβου, ήξερε πού βάδιζε. Στην καταρράκωση μιας ομάδας ατόμων και του οικογενειακού τους περιγύρου, που θα παραδιδόταν βορά στην αδηφάγα (σε τέτοια θέματα) κοινωνία, μέσω της διαπόμπευσής τους στις εφημερίδες. Ο Θεοδωρακόπουλος, πάντα αφηγούμενος σε πρώτο πρόσωπο και με κοφτερές περιγραφές αποτυπώνει αυτό το κλίμα, που ξεχύνεται σαν λαίλαπα προς τον αποσβολωμένο αναγνώστη.
Όπως είχαν γράψει σχεδόν όλες οι εφημερίδες Αθηνών και Θεσσαλονίκης την Κυριακή 3 Νοεμβρίου 1968, μεταφέροντας στα φύλλα τους την… πολυγραφημένη διαταγή-κακό παραμύθι του Λαδά:
«ΑΝΤΡΟΝ ΑΝΩΜΑΛΩΝ ΤΥΠΩΝ ΑΠΕΚΑΛΥΦΘΗ ΚΑΤΟΠΙΝ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ, ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΑΛΟΓΡΕΖΑΝ / ΟΡΓΙΑ ΝΕΑΡΩΝ ΥΠΟ ΤΟΥΣ ΗΧΟΥΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ.
Αθήναι, 2 – Κατόπιν ανωνύμου καταγγελίας γενομένης εις τον γενικόν γραμματέαν του υπουργείου δημοσίας τάξεως κ. Λαδάν, η υποδιεύθυνσις ασφαλείας προαστίων ανεκάλυψεν άντρον οργίων εις Καλογρέζαν, όπου σεξουαλικώς ανώμαλοι νέοι ικανοποιούν τας διαστροφάς των.
Χώρος των οργιωδών διασκεδάσεων ήτο συνήθως η επί της οδού… της Καλογρέζας, οικία του αποσχηματισθέντος αρχιμανδρίτου Ιωάννου Καραευστρατίου. Εις την οικίαν του συγκεντρώνοντο με επικεφαλής τον θετόν υιόν του Καραευστρατίου Δημήτριον (σ.σ. ήταν ο εορτάζων) σεξουαλικώς ανώμαλα άτομα και επιδίδοντο εις διασκέδασιν με άσεμνα τραγούδια και χορούς. Οι εξ αυτών θηλυπρεπείς εχόρευον ημίγυμνοι φέροντες γυναικεία εσώρουχα, εν συνεχεία δε απεσύροντο εις άλλας οικίας μετά διεστραμμένων συντρόφων των, δια να συνεχίσουν την οργιώδη διασκέδασίν των».
Το… ρεπορτάζ της Μακεδονίας είχε και συνέχεια, καταλήγοντας με τα ονοματεπώνυμα και τις ηλικίες των παρευρισκομένων! Φωτογραφίες στη συγκεκριμένη εφημερίδα δεν είχαν δημοσιευτεί (όπως και σε καμμιά της Αθήνας, όπως σημειώνει ο συγγραφέας), αλλά σε μία της Θεσσαλονίκης είχαν περάσει και φωτογραφίες (λόγω… υπερβάλλοντος ζήλου, προφανώς, κάποιου αρχισυντάκτη). 

Ο Λαδάς, ήταν ένα φασιστικής νοοτροπίας και αντιλήψεων άτομο, που δρούσε ανεξέλεγκτα ακόμη και μέσα στους κόλπους του ίδιου του καθεστώτος – εκθέτοντάς το (το καθεστώς) έτι περισσότερο στα μάτια ενός μέρους τής ντόπιας κοινής γνώμης, όπως και στο εξωτερικό. Εννοείται πως το καθεστώς δεν χρειαζόταν τον Λαδά, για να εκτεθεί, απλώς ο Λαδάς με τις απερίσκεπτες και βάρβαρες κινήσεις του δημιουργούσε νέα προβλήματα, ακόμη και για τους ίδιους τους χουντικούς, οι οποίοι δεν ήξεραν τι να τον κάνουν – γι’ αυτό και συνεχώς τον μετέθεταν από ’δω κι από ’κει. Αυτό ήταν ολοφάνερο και στις περιπτώσεις με τα κολλήματά του σε σχέση με την εμφάνιση της νεολαίας (μαλλιά, ρούχα κ.λπ.), που δημιουργούσαν κακή εντύπωση στο εξωτερικό (στο τουριστικό ρεύμα π.χ.), αλλά και στον τρόπο που χειρίστηκε το περιστατικό της Καλογρέζας. Όπως διαβάζουμε στον Καιάδα:
«Συμφωνούσαμε όλοι πως την ευθύνη της ενέργειας την είχε βασικά ο Επίσημος (σ.σ. ο Λαδάς δηλαδή) και ερμηνεύσαμε τη μη δημοσίευση των φωτογραφιών σαν απόδειξη της αντίδρασης που είχε συναντήσει στον εξτρεμισμό του. Ο Χέλιος ήταν βέβαιος πως η Αστυνομία σε καμιά περίπτωση δε θα ’δινε μια τέτοια υπόθεση (χωρίς δηλαδή αδίκημα) στη δημοσιότητα και μάλιστα με ονόματα - ακόμη περισσότερο με φωτογραφίες. Όταν λίγο καιρό αργότερα ο Επίσημος μετατέθηκε από το πόστο του (σ.σ. στη γενική γραμματεία του υπουργείου εσωτερικών), ο Χέλιος υποστήριζε πως μια από τις αιτίες –αν όχι η κυριώτερη– ήταν και ο χειρισμός από μέρους του της υπόθεσής μας».
Τέλος, ενδεικτικό, ου μην αλλά και αποδεικτικό των μονομερών ενεργειών του Λαδά είναι και το γεγονός πως το ποιητικό βιβλίο του Θεοδωρακόπουλου Μυθολογία της Ξάνθης [Ιωλκός, 1967] που άρχεται από έναν αντρικό δεσμό του ποιητή (ασχέτως αν αυτό δεν αποκαλύπτεται), λίγο καιρό μετά τα γεγονότα της Καλογρέζας (31/12/1968) επιλέγεται από το χουντικό υπουργείο παιδείας (μαζί με δεκάδες άλλα βιβλία του 1967) ως κατάλληλο για τις σχολικές βιβλιοθήκες! 

Ο Καιάδας είχε πάρει καλές κριτικές στην εποχή του.
Ο Αλέξης Αργυρίου είχε γράψει στο αντί (#50, 24 Ιουλίου 1976):
«Ένα κείμενο με αξιώσεις είναι ο “Καιάδας” του ποιητή Λ. Θεοδωρακόπουλου, με υπότιτλο “Χρονικό μιας πολιορκίας”. Υπερβαίνει όμως τον χαρακτηρισμό του ως χρονικό. Αναφέρεται σε μια “επιχείρηση” του ενάρετου Λαδά της επταετίας, που θέλησε να ξεριζώσει την ομοφυλοφιλία ακόμη και από τους αρχαίους ημών προγόνους (μπορεί να ομολογήσει επ’ αυτού κάποιος σημερινός υφυπουργός) [σ.σ. αναφορά στον πρώην αρχισυντάκτη των Εικόνων Παναγιώτη Λαμπρία και στο “άσεμνο” δημοσίευμα  του 1968 – το 1976 ο Λαμπρίας ήταν υφυπουργός προεδρίας στην κυβέρνηση Καραμανλή], και που δείχνει πόσο ένα βρώμικο καθεστώς ταπεινώνει από λόγους βλακείας και ανθρώπους χωρίς να του είναι απαραίτητο. Ο Καιάδας εκτός του ότι είναι ένα έντιμο βιβλίο, εκτός που θίγει ουσιαστικά για πρώτη φορά στον τόπο μας ένα πρόβλημα, είναι ως κείμενο καθεαυτό ιδιαίτερα εύστοχο».
Και ο Μιχαήλ Μήτρας στο ΣΗΜΑ (#17, Μάιος-Ιούνιος 1977):
«Λογοτεχνική μεταφορά ενός πραγματικού περιστατικού, άμεσης εμπειρίας του συγγραφέα. Αποτελεσματική μεταλλαγή εξ αιτίας ενός “αδιάφορου” ύφους, που επιτρέπει την εκάστοτε συμμετοχή ή μη συμμετοχή, στα δρώμενα, του συγγραφέα-ήρωα της ιστορίας και του συγγραφέα-αφηγητή τής αναπαράστασής της. Ιδιαίτερης σημασίας η “τόλμη” να δηλωθή δημόσια μια ιδιωτική ιδιαιτερότητα του συγγραφέα, με τρόπο όχι πλασματικά “σκανδαλώδη”, αλλά καταδεικτικό του μηχανισμού των ηθών μιας βαθύτατα πουριτανικής-συντηρητικής κοινωνίας». 

Ο Καιάδας του Λουκά Θεοδωρακόπουλου θα επανεκδοθεί (με άλλο εξώφυλλο) το 2004 από τις Εκδόσεις Πολύχρωμος Πλανήτης. Διαβάστε τον.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου