Κυριακή 31 Ιουλίου 2011

κάτι για τον Παύλο Σιδηρόπουλο…

Στην Ελευθεροτυπία της Πέμπτης (28/7) διάβασα το κείμενο της Ναταλί Χατζηαντωνίου «Οι Απροσάρμοστοι υπάρχουν εκεί όπου αρμόζουν οι καιροί» (http://is.gd/QCRPGh), το οποίο είχε να κάνει μ’ ένα καινούριο site αναφορικώς με τον Παύλο Σιδηρόπουλο. Ξεπερνώντας τα κούφια λόγια περί «εμβληματικής» περίπτωσης δημιουργού, που είναι μάλιστα «απολύτως αδιαπραγμάτευτη», αφού πρόκειται για τον «αδιαμφισβήτητο ροκ εντ ρολ Πρίγκιπα», μαθαίνω πως για το site, που «οραματίστηκε κι επιμελήθηκε» η αδελφή τού Σιδηρόπουλου Μελίνα Σιδηροπούλου, δούλεψαν ουκ ολίγοι άνθρωποι (μία φιλόλογος, ένας φυσικός με ειδίκευση στις σύγχρονες τεχνολογίες, ένας σκηνοθέτης, ένας συνθέτης-μουσικολόγος), πράγμα που, ενδεχομένως, να δημιουργεί σε κάποιους την εντύπωση μιας δουλειάς από την οποία θα είχαν αποφευχθεί τα λάθη. Διαβάζοντας, όμως, παρακάτω, τη συντάκτρια να σημειώνει πως πρόκειται για μια «σοβαρή και όσο το δυνατόν πληρέστερη ερευνητική πηγή (που θα απαντά και σε λογής ανακρίβειες)», και λίγο πιο κάτω πως «είναι γνωστό ότι ο Σιδηρόπουλος είχε πρωταγωνιστήσει στις ταινίες του Αντρέα Θωμόπουλου Ο Ασυμβίβαστος και Αλδεβαράν» (το γνωστόν είναι πως ο Σιδηρόπουλος δεν είχε ουδεμία σχέση με το «Αλδεβαράν» – αυτά παθαίνει όποιος αντιγράφει την wikipedia) άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια. Είπα λοιπόν να μπω στο site http://www.pavlos-sidiropoulos.gr/ και να ρίξω μια ματιά…Κατ’ αρχάς χτυπάει άσχημα εκείνο το «ο πρίγκηπας της ροκ» – και δεν εννοώ το «πρίγκηπας» για το οποίο δεν έχει νόημα να κάθομαι να γράφω, αλλά για το «της ροκ». Δεν υπάρχει «η ροκ», αλλά το ροκ. Είναι «το ροκ ν’ ρολ» και άρα είναι «το ροκ». Άλλο πράγμα είναι η «ροκ μουσική», η «ροκ σκηνή» και όλα τα συναφή, όπου η λέξη «ροκ» επέχει ρόλο επιθετικού προσδιορισμού, και άλλο η λέξη «το ροκ» (με το ουδέτερο άρθρο της). Μάλιστα, στο κεφάλαιο «δισκογραφία» στις συμμετοχές αναφέρεται ένα άλμπουμ υπό τον τίτλο «Το ροκ σήμερα (Lyra, 1971)». Θα μπορούσε να ήταν σωστό έτσι με το «το» μπροστά, αν ο τίτλος του άλμπουμ δεν ήταν «Rock Σήμερα!/ Rock Now!», έτσι χωρίς κανένα «το»! Πρόκειται βεβαίως για τη γνωστή(;) συλλογή του Πατσιφά, στο label Minerva και όχι στη Lyra. Στη Minerva ο Πατσιφάς έσπρωχνε τους τουριστικούς του δίσκους ή κάτι παρακατιανά – εξ ου και οι δύο τίτλοι, όπως και το track list, στην ελληνική και την αγγλική – και η Minerva έπρεπε να αναφέρεται δίπλα στο 1971 και όχι η Lyra (στην οποίαν επανεκδόθηκε ο δίσκος το 1980). Για πάμε όμως και παρακάτω…
Έριξα μια πρόχειρη ματιά στο κεφάλαιο «στίχοι» και πάτησα εντελώς τυχαίως δύο τραγούδια. Το πρώτο είναι «Ο κόσμος τους» του ντουέτου Δάμων και Φιντίας. Διαβάζουμε τον πρώτο στίχο: «Δένω τα μάτια και τα χέρια». Στην πραγματικότητα ο στίχος είναι «Δένω μάτια και χέρια» – τα δύο «τα» δεν έχουν καμία σχέση με το κομμάτι. Και λίγο πιο κάτω, στην τρίτη στροφή, ο στίχος είναι «τους βαρέθηκα πια» και όχι «του βαρέθηκα πια». Το δεύτερο τραγούδι είναι το «Μίκη Μάου(ς)». Εδώ το λάθος είναι ακόμη πιο χτυπητό καθότι έχει γίνει φάουλ στην αντιγραφή, αφού δίπλα παρατίθεται το ιδιόχειρο σημείωμα του Σιδηρόπουλου. Ενώ λοιπόν ο Σιδηρόπουλος γράφει και τραγουδά «με δωδεκαμετράκι από σολ», δίπλα στην αντιγραφή διαβάζουμε «με 12 μετράκια από sol»(!), που είναι εντελώς στο βρόντο και δίνει λάθος νόημα. Εννοείται – και το λέω με απόλυτη ειλικρίνεια – πως δεν κάθισα να ψειρίσω όλους τους στίχους. Πάμε, όμως, και λίγο στη «δισκογραφία»…
Μία γενική παρατήρηση. Σε κάθε δίσκο ή CD που αναφέρεται θα έπρεπε να υπάρχει η ονομασία του label και ο κωδικός – μιλάω, πάντα, για τις πρώτες εκδόσεις. Από ’κει και πέρα θα μπορούσε ν’ αναφέρεται και η επανέκδοση που κυκλοφορεί (και αυτή με τα στοιχεία της). Επίσης, τα εξώφυλλα που εικονίζονται θα έπρεπε να είναι των πρωτοτύπων εκδόσεων και όχι των CD. Κάνω καλή τη πίστη αυτές τις παρατηρήσεις, επειδή μελετάω χρόνια τη δισκογραφία και ξέρω πως αντιμετωπίζονται παρόμοιες (σοβαρές) περιπτώσεις και στο εξωτερικό. Εδώ, είμαστε λίγο για να’μαστε… Έτσι λοιπόν, για παράδειγμα, στο «Φλου» θα έπρεπε να εικονίζεται το εξώφυλλο του «Φλου» με το σήμα της Harvest πάνω δεξιά και όχι αυτό που μπήκε. Επίσης θα ήταν σωστότερο να γραφούν τα στοιχεία ως «ΕΜΙ/ Harvest 14C 062 - 70913» και όχι ως «ΕΜΙΑΛ Α.Ε. 70913 [με ετικέτα ΕΜΙ-HARVESΤ]». Στην περίπτωση του «Ζωντανοί στο Κύτταρο» υπάρχουν επίσης ανακρίβειες. Γράφουν: «1971, ZODIAC [ΖΩΝΤΑΝΟΙ ΣΤΟ ΚΥΤΤΑΡΟ, LYRA 3023 / Ο ΓΕΡΟ-ΜΑΘΙΟΣ, LYRA 8252]». Τρέχα γύρευε δηλαδή. Το σωστό είναι πως το «Ζωντανοί στο Κύτταρο» πρωτοβγήκε το 1971 σε ετικέτα Zodiac SYZP 88023 (μην ξεχνάτε τα prefix). Σε Lyra SYLP 3023 επανεκδόθηκε το 1980. Επίσης το single με τον «Γέρο-Μαθιό» δεν είναι σε ετικέτα Lyra 8252, αλλά σε Zodiac ZS 8252. Επίσης κοτσάνα είναι εκείνο το «ο Γερο-Μαθιός συνόδευε ως συλλεκτικό single (μικρός δίσκος 45 στροφών) τις πρώτες παρτίδες της έκδοσης του βινυλίου». Τι πρώτες και δεύτερες παρτίδες; Όλες οι κόπιες της πρώτης έκδοσης στη Zodiac είχαν από πίσω, κολλημένο σε φακελάκι (το βλέπετε πιο πάνω), το single. Τι «συλλεκτικό single» και τρίχες κατσαρές; Όσο… συλλεκτικό ήταν τότε το LP σε Zodiac, ήταν και το single σε Zodiac. Το αν είναι, αμφότερα, σήμερα, συλλεκτικά, είναι άλλο θέμα, που αφορά μόνο στα δούναι και λαβείν των εμπόρων (ή των εμπορευάμενων). Στο λήμμα για τον «Εν Λευκώ» γράφεται κάπου πως «την ίδια εποχή με τις ηχογραφήσεις του Εν Λευκώ, στο StamStudio ηχογραφούσαν το Montage Fatal οι Psycho, αλλά και οι Φατμέ τον Άσωτο Υιό». Εσείς τι καταλαβαίνετε απ’ αυτό; Πως οι Φατμέ και ο Σιδηρόπουλος συνέπεσαν στο StamStudio (ξέρω ’γω, ο ένας πήγαινε το μεσημέρι και ο άλλος το απόγευμα). Αυτό δεν καταλαβαίνετε; Εμ δε συνέπεσαν. Γιατί οι Φατμέ πέρασαν από ’κει τον Σεπτέμβριο του ’81, ενώ ο Σιδηρόπουλος έξι μήνες αργότερα, την Άνοιξη του ’82 (Μάρτιος-Μάιος). Θα ήθελα να ’ξερα που τα βρίσκουνε και τα γράφουνε όλα αυτά; Στον ύπνο τους τα βλέπουνε; Το ξαναλέω. Δεν έχω το χρόνο, ούτε το ενδιαφέρον, να κάτσω να ψειρίσω τι γράφεται και τι δεν γράφεται στο site. Εκείνο, που καταλαβαίνω όμως είναι πως… απέχει πολύ από την «πληρέστερη ερευνητική πηγή (που θα απαντά και σε λογής ανακρίβειες)».
Ένα θα πω μόνο. Τα καλύτερα sites αυτού του τύπου – και αναφέρομαι σε διεθνές επίπεδο – είναι φτιαγμένα από fans, από ανθρώπους που έχουν «πετάξει» περιουσίες και άπειρο χρόνο στη μελέτη των ντοκουμέντων των καλλιτεχνών που αγαπούν, και όχι από φιλολόγους, φυσικούς και σκηνοθέτες.
Α και κάτι ακόμη, που παρ’ ολίγο να το ξεχάσω. Στο κεφάλαιο «βιβλιογραφία» δεν αναφέρεται το «Υποκλιθείτε, Μια φανταστική συνομιλία με τον Παύλο Σιδηρόπουλο», το οποίο είχαν γράψει κάποιοι με… καλπάζουσα (Δώρα Στυλιανίδου, Γιάννης - Παναγής Πατρίκιος, Μαρία Προγουλάκη…), τυπωμένο από την Οδό Πανός το 1999.
Κι επειδή τώρα το θυμήθηκα, καλύτερα να μην ανοίξω το στόμα μου για το «αφιέρωμα στον Παύλο Σιδηρόπουλο» του ιδίου περιοδικού (τής Οδού Πανός εννοώ, τεύχος 152/3) εκεί όπου ανάμεσα σε άλλα διάβαζες το απίστευτο δια στόματος Θέκλας Τσελεπή αναφερόμενη στον Μίκη Θεοδωράκη «Έλεος, υπάρχουν κι άλλοι ταλαντούχοι στην Ελλάδα που καθόρισαν την πολιτιστική ιστορία της. Γιατί δεν μιλάει κανείς για τον Χατζιδάκι;» (έλα ντε; – κανείς να μη μιλάει για τον Χατζιδάκι ρε παιδιά, αυτό είναι πρωτοφανές…), με τις ανακρίβειες και τις κουταμάρες να πέφτουν σαν το χαλάζι· «πλατεία Ραγκαβή» στην Πλάκα (αντί Ραγκαβά), Giovani Gavallaro αντί Gianni Cavallaro, “Sisco Kid” αντί “The Cisco Kid”, Μάγιερ(!) αντί Μάγιαλ δηλ. Μέιολ δηλ. Mayall, «υποδερμικός ρυθμός»(!!), «αίμα διανοούμενου»(!!) και άλλα διάφορα… ων ουκ έστιν αριθμός.
Ρε άντε από ’κει πέρα, θρασύτατοι, που θέλετε να γράφετε και σε περιοδικά και να κάνετε και κρίσεις του στυλ «ήταν τυχερός (ο Σιδηρόπουλος) που πέθανε στις απαρχές μιας εποχής που είχε ήδη αρχίσει να χάνει και αυτή την ελάχιστη έστω αισθητική, για να ενδώσει τελικά στην κακογουστιά, τη γκλαμουριά, τον ηθικό μηδενισμό…», λες και όλοι εμείς οι «άτυχοι», που κάναμε το «λάθος» (έλα Παναγία μου!) και ζούμε (δόξα τω Θεώ!) στην εποχή της... γκλαμουριάς και τού… ηθικού μηδενισμού, θα πρέπει να νοιώθουμε και τύψεις! Αλλά δε φταίτ’ εσείς, φταίνε οι εκδότες που σας αφήνουν να δημοσιεύετε τέτοιες βλακείες.

Παρασκευή 29 Ιουλίου 2011

jazz… beyond jazz

Η Sanda Weigl ή σκέτο Sanda δεν είναι τυχαία περίπτωση. Αυτό το διαπιστώνει ο καθείς αν ακούσει, απλώς, το τελευταίο της CD, που έχει τίτλο “Gypsy In a Tree” [Barbes, 2010] και στο οποίο η ρουμάνα ερμηνεύτρια αποδίδει τσιγγάνικα τραγούδια της πατρίδας της, τζαζοποιημένα μέσω μιας ιαπωνικής(!) μπάντας. Πριν, όμως, πω περισσότερα, ας δούμε εν τάχει την ιστορία της.
Η Sanda γεννήθηκε στο Βουκουρέστι, αλλά στις αρχές των sixties βρέθηκε με την οικογένειά της στο Ανατολικό Βερολίνο. Εκεί θ’ ανακατευτεί με την σφίζουσα beat σκηνή, μπαίνοντας ως τραγουδίστρια σ' ένα από τα καλύτερα γκρουπ της χώρας, τους Team 4 (των Thomas Natschinski και Hartmut Konig), τραγουδώντας, μάλιστα, ένα από τα κομμάτια της μπάντας, το “Der abend ist gekommen” από το 45άρι “Ich hab ihr ins gesicht gesehen/ Der abend ist gekommen” [Amiga 4 50 616, 1967]. Όπως διαβάζουμε στο βιογραφικό της, η Sanda αντιμετώπισε προβλήματα με το καθεστώς επειδή εναντιώθηκε στη σοβιετική επέμβαση στην Πράγα, ενώ κάποια στιγμή θα μεταπηδήσει στο δυτικό τομέα, όπου και θα ανακατευτεί περισσότερο με το θέατρο, παρά με τη μουσική. Εκεί, θα γνωρίσει και θα παντρευτεί τον ηθοποιό και θεατρικό συγγραφέα Klaus Pohl, πριν μετακομίσει στις αρχές των 90s στη Νέα Υόρκη, ανακαλύπτοντας και πάλι το τραγούδι. Το 2002 πρέπει να κάνει, μάλιστα, το πρώτο τσιγγάνικο άλμπουμ της για την Knitting Factory, πριν επανέλθει με το “Gypsy In A Tree” τον προηγούμενο Ιανουάριο.
Έχοντας μεγαλώσει στο Βουκουρέστι με τη φωνή τής Maria Tanase και με όλους τους υπόλοιπους «δημοτικούς» μουσικούς και τραγουδιστές, η Sanda έχει στο αίμα της το gypsy song. Έχοντας δε δίπλα της, στις ενορχηστρώσεις, τον Anthony Coleman (συνεργάτης των Marc Ribot, John Zorn κ.ά.), άλλα και μια τριάδα, βασικά, ιαπώνων παικτών (Shoko Nagai πιάνο, ακορντεόν, farfisa, Stomu Takeishi bass guitar, Satoshi Takeishi κρουστά), η ρουμάνα ερμηνεύτρια ολοκληρώνει ένα άλμπουμ που ακούγεται εντελώς προχωρημένο· εν σχέσει με το υλικό, με το οποίον καταπιάνεται εννοώ. Κατ’ αρχάς οι ερμηνείες της έχουν κάτι το μπρεχτικό, το πάθος είναι λελογισμένο και η αποδραματοποίηση σαφής. Έπειτα, οι ενορχηστρώσεις δεν είναι τυπικές· το ίδιο και τα παιξίματα, που είναι πιο κοντά στην νεοϋορκέζικη downtown scene, παρά σε μία τυπική φολκλορική ορχήστρα. Η Sanda έκανε ένα ιδιόμορφο, ολίγον σκοτεινό, τσιγγάνικο άλμπουμ, που προσωπικώς (τηρουμένων κάποιων αναλογιών) μου φέρνει στο νου τα ανατριχιαστικά “Folk Songs” του Luciano Berio, με την Cathy Berberian. Κάπως μεγάλη η κουβέντα, αλλά – με φόβο Θεού – τη λέω.
Με σοβαρές σπουδές στην Αγγλική Φιλολογία, η πιανίστα Leslie Pintchik αποτελεί, εδώ και μια δεκαετία τουλάχιστον, περίπτωση της σκηνής του Manhattan. Με την ταυτόχρονη σχεδόν κυκλοφορία ενός νέου CD, αλλά κι ενός DVD/CD, η Leslie Pintchik και το κουαρτέτο της επανέρχονται στην επικαιρότητα, προτείνοντας την απολύτως ωραία μουσική τους. Το “We’re Here to Listen” [Pintch Hard, 2010] είναι ένα άλμπουμ απλό και καθαρό, που σε κερδίζει αμέσως με τις μελωδικές προτάσεις και βεβαίως την ιδιαίτερη ρυθμική δυναμική του, «σουινγκάροντας» δίχως παύση. Με τρεις versions και επτά originals, οι Scott Hardy μπάσο, ακουστική κιθάρα, Mark Dodge ντραμς, Satoshi Takeishi κρουστά και Leslie Pintchik πιάνο, αποδεικνύουν όχι μόνον την ικανότητά τους στα covers (το “Blowin’ in the wind” του Dylan, ανοίγει με ήχους από bells και gong, με την κλασική μελωδία να έρχεται και να επανέρχεται πάνω από μία άψογη brazilian βάση), αλλά και την άνεσή τους στη δημιουργία αυθεντικών, δικών τους, ατμοσφαιρών, που άλλοτε αφήνουν ένα latin ή και funk feeling, ενώ άλλοτε αγγίζουν τις μπαλαντικές γραμμές, προβάλλοντας πάντα «πλούσιες» αρμονίες και δυναμικό ρυθμικό κοντράστ (το “Ripe” είναι εξαιρετικό).
Ακριβώς τα ίδια χαρίσματα του γκρουπ έχουμε τη δυνατότητα να τα διαπιστώσουμε και ιδίοις όμμασι, βλέποντάς το στο “Live In Concert” [Pintch Hard, 2010], την παράστασή τους στο Shandelee Music Festival, στη Νέα Υόρκη, την 12/3/2009. Με δύο μόλις κοινά κομμάτια με το CD τους (το πρωτότυπο “Completely” και το “Blowin’ in the wind”), το Leslie Pintchik Quartet παρουσιάζει εμπρός σ’ ένα ήρεμο κοινό, σε μία εντελώς φιλική αίθουσα, ένα ωραίο 55λεπτο set, μέσα από το οποίο φέγγει το medley “Somewhere/ Berimbau” (Bernstein/ Baden Powell), που δείχνει, αν θέλετε, και τα αισθητικά όρια εντός των οποίων κινείται το κουαρτέτο.

Τετάρτη 27 Ιουλίου 2011

οι Λιβανέζοι NEWS και το ελληνικό LP τους

Οι (The) News ήταν ένα από τα καλύτερα λιβανέζικα συγκροτήματα των sixties. Σχηματίστηκαν, μάλλον, περί τα μέσα της δεκαετίας, για να φθάσει να υπάρχουν έως και τα τέλη των seventies. Άγνωστον (τουλάχιστον σ' εμένα) τι ακριβώς ηχογράφησαν όλα εκείνα τα χρόνια. Σίγουρα κάποια 45άρια, σίγουρα ένα LP...
Ο κόσμος, οι περισσότεροι, ίσως να πληροφορήθηκαν την ύπαρξη των News μέσω της ολλανδικής συλλογής “Waking Up Scheherazade” [Grey Past ABA 001] το 2008, όταν ανθολογήθηκε εκεί το άπιαστο κομμάτι τους “From the moon”, που είχε κυκλοφορήσει σε 45άρι στην εταιρία Societe Libanaise du Disque ή απλώς SLD [RF 118] το 1969. Το “From the moon”, ένα λυσεργικό spacey κομψοτέχνημα φισκαρισμένο στα εφφέ, ήταν γραμμένο και ενορχηστρωμένο από τον σπουδαίο Elias Rahbani – πράγμα που αποδεικνύει πως οι εγνωσμένης αξίας συνθέτες, πολλές φορές, ήταν εκείνοι που έβαζαν μπροστά το ταλέντο και τις γνώσεις τους προκειμένου να καταγράψουν ασυναγώνιστα pop άσματα. Περαιτέρω, στο “Waking Up Scheherazade Vol.2” [Grey Past ABA 002] που κυκλοφόρησε πέρυσι, ανθολογήθηκε ένα ακόμη κομμάτι των News, το “Tell me”, αγνώστων λοιπών στοιχείων.The News (1968), από αριστερά: John Taslakian, Ara Hajian, Mike Postian και Jack Tamoukian

Οι News αποτελούνταν από τέσσερις μουσικούς (αρμενικής καταγωγής οι περισσότεροι, αν όχι όλοι), που ζούσαν στη Βηρυτό στις αρχές του ’60. Ήταν οι John Taslakian φλάουτο, κιθάρες, τραγούδι, Ara Hajian ντραμς, Mike Postian πλήκτρα, φωνή και Jack Tamoukian μπάσο. Από ένα διεγραμμένο λήμμα της wikipedia (http://is.gd/uNwl6c) μαθαίνουμε πως ήταν δημοφιλείς όχι μόνο στη Μέση Ανατολή, αλλά ακόμη στην Ευρώπη και την Αφρική. Την περίοδο 1968-69 έκαναν πολλές επιτυχίες στον Λίβανο (“Baby you’re only mine”, “I miss you”, “It’s you again”, “Today, today”, “Take me” κ.ά.), οι οποίες, σταδιακώς, τους οδήγησαν να παίξουν στην Αγγλία (στο Marquee και στο Roundhouse) δίπλα στους UFO, Genesis, Hawkwind, Juicy Lucy, Warhorse, Argent, Atomic Rooster, Spooky Tooth, Alexis Korner, Thin Lizzy, Wishbone Ash, Free κ.ά., αλλά ακόμη και στη Νιγηρία, εκεί όπου συνάντησαν τον Ginger Baker! Το 1972, ο ντράμερ Ara Hajian αρρώστησε, για να τον αντικαταστήσει ο Avo Kayayan, με τον οποίον έφθασαν μέχρι το ’75 (η χρονιά που ξεκινά ο εμφύλιος στον Λίβανο), και την ηχογράφηση ενός LP, που περιείχε καινούρια και παλαιότερα τραγούδια τους. Το 1979 το γκρουπ διαλύθηκε με τα μέλη του να σκορπίζονται στα τέσσερα σημεία τού ορίζοντα (ΗΠΑ, Γαλλία, Σουηδία, Βρετανία, Αυστραλία).The News (1973) από αριστερά: Jack Tamoukian, John Taslakian, Mike Postian και Avo Kayayan

Πρωτάκουσα τους News πριν καμμιά 15αριά χρόνια, όταν σε δισκοθήκη φίλου εντόπισα το… ελληνικό LP τους, υπό τον τίτλο “Old Wine New Bottles” [EMI/ Parlophone GVDL 219] από το 1975. Ήταν ένα από ’κείνα τα εκατοντάδες λιβανέζικα άλμπουμ της σειράς Voix de l’ Orient, που κόβονταν στην Ελλάδα των seventies από την εδώ Columbia, και τα οποία έφευγαν πάραυτα για τις αγορές της Ανατολής. Εξ όσων είχα προλάβει να σημειώσω οι στίχοι κι η μουσική των τραγουδιών ήταν κάποιου John Wilde (έχω την αίσθηση πως ήταν ο John Taslakian), ο οποίος έπαιζε lead κιθάρα, φλάουτο και τραγουδούσε (τ' άλλα δύο μέλη των News, που εικονίζονταν στο LP, ήταν ο οργανίστας Mike Foster και ο ντράμερ Alvin Davies, που μάλλον επρόκειτο για τους Mike Postian και Avo Kayayan), ενώ τα strings ενορχήστρωνε για μία ακόμη φορά ο Elias Rahbani. Από ’κείνο το άλμπουμ, τα κομμάτια του οποίου κινούνταν σε διάφορα στυλ, μου έχει μείνει στο νου το pop-psych “It’s been a long time”… Να τι αναφέρει και το popsike.com: “Monster prog LP, first side with elaborated organ and mellotron effects, percussions, flute and heavy fuzz guitar, b-side sound a little more in psych pop style of typical 6os freakbeat bands!”.
Κάτι ακόμη. Ελάχιστα στοιχεία θα κατόρθωνα να εντοπίσω (επειδή το όνομα “The News” είναι κοινό) αν δεν είχα σημειώσει τον τίτλο του LP τους, από 'κείνη τη δισκοθήκη τού φίλου (ένας τίτλος, που δεν αναφέρεται ούτε στο popsike, ούτε στο rate your music). Έχοντας γνωστό τον τίτλο εντόπισα εν συνεχεία το απορριφθέν λήμμα της wikipedia και ακόμη το ΜySpace τους (http://is.gd/OHsNDy), απ’ όπου δανείστηκα τις δύο φωτογραφίες!

ΥΓ.1 To “From the Moon” προέρχεται από το 1969 – ή μήπως από το 1970; – και πάντως με τίποτα από το 1967, όπως αναφερόταν σ' ένα βίντεο του YouTube. Έχει κωδικό RF 118 και έπεται του single τού Manuel "La guerre est finie/ Les feuilles tombent" [SLD RF 112], που είναι σίγουρα από το 1969, αφού κυκλοφόρησε μετά από τη συμμετοχή του τραγουδιστή στην 2α Ολυμπιάδα Τραγουδιού της Αθήνας, στα τέλη Ιουνίου του ’69.
ΥΓ.2 Αν και δεν είμαι από ’κείνους – εδώ και πολλά χρόνια εξάλλου – που ψάχνουν για συγκεκριμένους δίσκους, το “Old Wine New Bottles” είναι ένας από τους λίγους που θα ήθελα να τους ακούσω όπως πρέπει. Αν, παρ’ ελπίδα, έχει κάποιος αυτό το άλμπουμ – ελληνικό είναι εξάλλου, που σημαίνει ότι αντίτυπά του εμφανίστηκαν στην εδώ αγορά – και θα ήθελε να το ξεφορτωθεί, παίρνοντας κάτι άλλο το ίδιο καλό και σπάνιο (ως ανταλλαγή εννοώ) ας επικοινωνήσει αφήνοντας το e-mail του.

Τρίτη 26 Ιουλίου 2011

εσωτερικές υποθέσεις…

Super Mario and The Exotic Watermelons. Τι όνομα! Κι άιντε να υποθέσεις τι παίζουν, αν πρώτα δεν ακούσεις. Βάζω λοιπόν το πρώτο 45άρι τους (500 κομμάτια) “Santa Maria feat. Nancy Sim/ Santa Maria remix by QarcQ” [Amola Kalimba] τώρα στο πλατώ και το οποίο πιάνει, με τη μία, κόκκινο. Extra groovy jazz-funk από μία εξαμελή μπάντα (Super Mario κιθάρες, Πάνος Τσίγκος όργανο, Rhodes, Nancy Sim φωνή, Κώστας Στεφόπουλος κρουστά, Τόλης Γκούλας κρουστά, Βασίλης Κιούπης bass guitar) που γουστάρει τους afro ήχους, αλλά και νεότερα groovy ονόματα, όπως τους Corduroy ή τον Lack of Afro. Δυνατό και το remix. Γρήγορα και με LP.
Εδώ και οι δυο πλευρές… http://is.gd/LVPdX7.
KollektivA είναι η μετεξέλιξη του γκρουπ Φτηνό Ευέλικτο Μουσικό Δυναμικό, που δισκογραφούσε στη Lyra και αλλού, όλη την προηγούμενη δεκαετία. Τώρα (δηλαδή πέρυσι) κάτω από το καινούριο τους όνομα ηχογράφησαν το πρώτο τους CD (στη Lyra επίσης), μία καθ’ όλα συμπαθητική προσπάθεια κινούμενη στον τομέα ελέγχου ενός ερωτικού άσματος με κάποιες κοινωνικές προεκτάσεις, που έχει όμως αισθητικά σκαμπανεβάσματα. Εννοώ, πως οι KollektivA αξίζει να παλέψουν και να επεκτείνουν τις μελωδικές διαστάσεις των τραγουδιών τους, φιλτράροντας ακόμη πιο πολύ τις βαρύγδουπες ροκάδικες συνιστώσες τους. Στο άλμπουμ τους υπάρχουν 2-3 πολύ καλά τραγούδια· και δεν εννοώ την ωραία διασκευή τους στο κλασικό “Which side are you on?” της Florence Reece, αλλά το «Νανούρισμα», τον «Καθρέφτη», το… παλιομοδίτικο, αλλά αβίαστα μελωδικό «Αγάπη είναι να μένεις» (με κάποια φαντασία, έστω και… καλπάζουσα, θα μπορούσε να το υιοθετήσουν ακόμη κι οι Crazy Horse), πράγμα που δείχνει πως υπάρχει το έδαφος, γενικώς, ώστε ν’… ανθήσουν κι άλλα ακόμη στην πορεία.
Την πρώτη φορά που είχα έρθει σ' επαφή με τους Intravenus (στο τεύχος 191 του J&T, 2/2009) είχα γράψει με αφορμή ένα 40λεπτο demo τους: «Το συγκρότημα παρουσιάζεται κυρίαρχο ενός στυλ ικανού να συγκεράζει στοιχεία από το progressive rock, το fusion και τα ημέτερα ή άλλα trad ηχοχρώματα, μ’ έναν τρόπο πειθαρχημένο και όχι κραυγαλέο. Οι συνθέσεις τους ρέουν με την άνεση του φτασμένου, πιστοποιώντας πως, μέσω μιας κανονικής αλλά με γνώση παραγωγής, θα μπορούσε να κατακτήσουν μακρύτερα εδάφη». Μπορεί λοιπόν το DVD “Medley, In Concert” (2010), με τα ωραία ενοποιημένα αποσπάσματα από τις συνθέσεις τους “Odyssey”, “Paradox folk”, “2 realities” και “Road closed” – έτσι όπως παρουσιάστηκαν στην Τεχνόπολι – να είναι, στην μόλις 4λεπτη διάρκειά του, κατατοπιστικό, όμως ξαναλέω πως το συγκρότημα, οι μουσικοί που το αποτελούν, έχουν άμεσα την ανάγκη μιας κανονικής παραγωγής, που να φιξάρει το ταλέντο τους. Δεν υπάρχει λόγος να καθυστερούν.

Κυριακή 24 Ιουλίου 2011

για το ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ 2011, συν…

Ρίχνοντας μια ματιά, πριν από καιρό, σ’ ένα προγραμματάκι του Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου 2011, που βρισκόταν, ως ένθετο, μέσα σε κυριακάτικες εφημερίδες, μού έκανε εντύπωση η ισχνότητα των μουσικών επιλογών (αφήνω τα υπόλοιπα). Παρά ταύτα βρέθηκαν κάποιοι κι έγραψαν διθυράμβους –φερ’ ειπείν ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος, σ’ ένα editorial της Lifo την 11/5/2011– και μάλιστα για ένα πρόγραμμα που αντανακλά τη… νέα αντίληψη για τον πολιτισμό, αυτήν που διαμορφώνεται από την τρόικα, το μακρυπρόθεσμο και τα… κατορθώματα της Πέμπτης· λες κι οι μειωμένες δαπάνες σημαίνουν, αυτομάτως, και την ελαχιστοποίηση των γεγονότων, τον εξοβελισμό της μουσικής από τον φεστιβαλικό ιστό. Λες και το «φθηνό και καλό» είναι πρωτάκουστο σ’ αυτόν τον τόπο, που έχει μάθει να κορδώνεται πλάι στη βιτρίνα κι από ουσία τα ήκιστα. Καθότι η πιο ουσιαστική στιγμή του εφετινού φεστιβάλ – όχι πως δεν θα μπορούσε να ήταν, από πολλές πλευρές, ουσιαστικότερη – ήταν το αφιέρωμα στον Ξενάκη. Δεν είναι οι Κρατικές Ορχήστρες (με τον Liszt και με τον Mahler), δεν είναι ο Τσαϊκόφσκι κι ο Monteverdi, και δεν είναι, φυσικά, η Monika, ο Πορτοκάλογλου, κι η Γαλάνη με τον Vassilikos. Είναι κι αυτά, ok, δεν μπορεί, όμως, επ’ ουδενί, να εξαντλείται ένα φεστιβάλ τέτοιου τύπου στην κλασικότερη της «κλασικής», και σε κάποια καθημερινά ελληνικά ονόματα, που θα παίξουν (έπαιξαν) στη Μικρή Επίδαυρο. Που είναι ο Ennio Morricone, ο George Crumb (το αφιέρωμα εννοώ), o DJ Spooky, o Philip Glass, η Diana Krall, η Shemekia Copeland, η Laurie Anderson, o Elvis Costello, ο Allen Toussaint, η Norah Jones, o Krzysztof Penderecki, o Howard Shore, οι Big Band Nights, o Charles Lloyd, ο Rufus Wainwright, o Ντέμης Ρούσσος, ο Caetano Veloso, o Solomon Burke, η Maria Joao, η Fairuz, το Synch… για να επαναφέρω στη μνήμη μου κάτι μόνον από την τελευταία 5ετία;
Κακά τα ψέμματα. Το εφετινό Φεστιβάλ Αθηνών (και Επιδαύρου) είναι κατώτερο του αναμενομένου. Πολύ κατώτερο. Σκιά του εαυτού του. Να το πούμε. Να μη μασάμε τα λόγια μας. Και όχι γιατί απουσιάζει η βιτρίνα, που κι αυτή χρειάζεται, αλλά γιατί απουσιάζουν τα «μεσαία» και τα «κατώτερα» στρώματα της καλλιτεχνικής πυραμίδας. Για όσους, δε, υποστηρίξουν πως για τούτο ευθύνεται η κρίση ένα μόνο θα πω. Δεν ξέρουν που πατούν και που πηγαίνουν. Ή, πιθανώς, να ξέρουν, αλλά να προσποιούνται πως δεν ξέρουν.
Κατά τα λοιπά έπεσε στα χέρια μου το τελευταίο τεύχος (#26, 14/7/2011) της εφημερίδας του ελληνικού φεστιβάλ, της εφ, με τη Σιλβί Γκιλέμ στο εξώφυλλο και τις διάφορες συνεντεύξεις εντός.
Στην αρχή μού προξένησε αλγεινή εντύπωση το κείμενο κάποιου Τηλέμαχου Αναγνώστου, αναφορικώς με τα live των Roger Waters και Nick Cave (στο ΟΑΚΑ και τη Μαλακάσα). Εκεί όπου το “The Wall” παρουσιάζεται ως ένα «από τα γνωστότερα κομμάτια στην ελληνική ενδοχώρα», λες και το “The wall” είναι τραγούδι (κομμάτι) και όχι ο δίσκος, που έγινε γνωστός όχι μόνο στην… ενδοχώρα (όπως γράφει ο Αναγνώστου), αλλά και στα... παράλια της ηπειρωτικής χώρας, όπως και στη... νησιωτική Ελλάδα (που δεν είναι ενδοχώρα)· και συνεπώς σε όλη τη χώρα. Για να ξέρουμε τι γράφουμε δηλαδή. Μάλιστα, ο ίδιος συντάκτης λίγο πιο κάτω σημειώνει: «Ήταν μια εποχή μετάβασης. Τέλος της δεκαετίας του 1970, που δεν φανταζόμασταν ότι φράσεις όπως “We don’t need no education” θα αποκτούσαν στενή σχέση με την ελληνική πραγματικότητα, όπου το να μη θέλεις πραγματική εκπαίδευση (αλλά μόνο το πτυχίο) ανήχθη σε αξία της καθημερινότητας». Από πού κι ως που η φράση “we don’t need no education” σχετίστηκε με τη σημερινή εκπαιδευτική πραγματικότητα; Να το λέγαμε τούτο σκεπτόμενοι, ξέρω ’γω, την… Αγωγή του Πολίτου επί Χούντας (και επί Μεταπολίτευσης), ok, «δε χρειαζόμαστε καμμία εκπαίδευση», αλλά με το σήμερα που κολλάει; Προσωπικώς, δεν έχω υπ’ όψη μου κανέναν αληθινό φοιτητή, που να θέλει να του φέρουν το πτυχίο με courier στο σπίτι. Απεναντίας, γνωρίζω φοιτητές, που εξακολουθούν να λιώνουν παντελόνια στο διάβασμα, κάνοντας master και διδακτορικά, στα 25 και στα 30 τους. Και συνεχίζει απτόητος ο Αναγνώστου: «Ο Γουότερς πάντως, που κάποια ελληνικούλια τα γνωρίζει καλά…». Δηλαδή δεν κατάλαβα, θα κάνουμε κριτική στα ελληνικά του Roger Waters και όχι στα… αγγλικούλια του κυρίου Αναγνώστου, που βάζει “the” μπροστά από το όνομα του μεξικανού αυτοκράτορα Montezuma, καταγράφοντας το τραγούδι των Grinderman (Nick Cave) ως “Palaces of the Montezuma”, αντί του σωστού “Palaces of Montezuma”; Και όχι τίποτ’ άλλο, αλλά, επειδή το ελληνικό φεστιβάλ Α.Ε. είναι ΔΕΚΟ, μπορεί να βγουν τίποτα… κακοήθεις λαϊκιστές και ν’ αρχίσουν να φωνάζουνε για τα φράγκα του κοσμάκη.
Στο ίδιο τεύχος του εφ υπάρχει και μία συνέντευξη του Vassilikos σε κάποιον Αντώνη Σακελλάρη. Σε ένα lead που πρoηγείται των συνεντεύξεων τού Vassilikos και της Δήμητρας Γαλάνη, ο Σακελλάρης γράφει: «Η Δήμητρα Γαλάνη (…), που την επέλεξαν ως ερμηνεύτρια όλοι οι μεγάλοι του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα Θεοδωράκης, Χατζιδάκις, Ξαρχάκος, Μικρούτσικος – και ο Vassilikos – (…)». Αφήνω το «όλοι οι μεγάλοι του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα», που είναι… εντελώς μικροπρεπές και μένω στο παρακάτω. Είναι δυνατόν ν’ απουσιάζει ο Λοΐζος και ο Χάλαρης, ή και ο Κραουνάκης, από αυτή τη σειρά των ονομάτων και αντ’ αυτών να εμφανίζεται ο Vassilikos; Κι εκείνο που λέει ο Σακελλάρης, πως «η μεγάλη επιτυχία, αλλά και οι γκρίνιες για την πιο εμπορική στροφή των Raining Pleasure, ήρθε με το Flood. Την απάντηση στη γκρίνια την έδωσαν οι ίδιοι με τα επόμενα άλμπουμ κομψοτεχνήματα: Forwards+Backwards, Reflections και Who’s Gonna Tell Juliet» εμένα δε με βρίσκει καθόλου σύμφωνο. Ποιος είναι αυτός που γκρίνιαζε για το “Flood”, να του ψιθυρίσω δυο φωνήεντα στο αυτί; Τον καλύτερο δίσκο των Raining Pleasure (τι «εμπορική στροφή» και αηδίες) θα τον βάλουμε δίπλα στο “Reflections” και στ’ άλλα δύο. Έλα Παναγία μου. Ορισμένοι αμαθείς και σκληροπυρηνικοί της πλάκας, φαίνεται πως δε συγχωρούν ακόμη το «έγκλημα» των Raining Pleasure να συνεργαστούν με την Cosmote. Φευ. Αν ο Vassilikos μπορούσε να ξαναβγάλει άλμπουμ σαν το “Flood”, ας διαφήμιζε και κουβαρίστρες – καρφί δε θα μου καιγόταν.
Και δυο λόγια, τώρα, για όσα λέει ο ίδιος ο Vassilikos στη συνέντευξη…
«Είμαστε το μακροβιότερο συγκρότημα στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή(…). Υπάρχουμε 21 συναπτά έτη». Δεν είναι ότι υπολογίζει και τους Rest in Peace στην 21ετία ο Vassilikos (την κασέτα των οποίων ξανάκουσα τις προάλλες για κάποιο λόγο), είναι ότι ξεχνάει, ας πούμε, τους Blues Wire, που ως Blues Gang στην αρχή υπάρχουν συνεχώς από το 1983. Όχι ότι είναι σημαντικό το θέμα, αλλά επειδή εθίγη.
«Νομίζω ότι κάποιοι σκέφτηκαν το χαρακτηρισμό crooner επειδή επέλεξα να διασκευάσω ένα κομμάτι του Πολ Άνκα». Ε όχι δα. Προσωπικώς, τον Paul Anka ποτέ δεν τον λογάριασα για crooner. Αντιθέτως, έχω για crooner τον Frank Sinatra (ο ίδιος αρνείτο τον χαρακτηρισμό) και τον Nat King Cole, τραγούδια των οποίων διασκευάζει ο Vassilikos στο “Vintage”.
«Ό,τι έχει μείνει ως τώρα στην άκρη είναι ότι έχω γράψει στα ελληνικά(…). Και ό,τι έχω γράψει με ελληνικό στίχο έχει μείνει ακυκλοφόρητο». Πάντως, στον πρόσφατο δίσκο τής Ελένης Τσαλιγοπούλου «Τα-Ρι-Ρα» [Ακτή, 2011] o Vassilikos έχει γράψει τους ελληνικούς στίχους στο «33 στροφές».
«Κάποια πράγματα που μόνο εδώ μπορούν να συμβούν, όπως είναι το schoolwave, στην επιτροπή του οποίου είμαι από την αρχή. Αυτό είναι ίσως το πιο ενδιαφέρον πράγμα που συμβαίνει αυτή τη στιγμή και δεν θα μπορούσε να συμβεί πουθενά αλλού.(…). Για μένα το schoolwave είναι ένα από τα λίγα πράγματα που αξίζουν σ’ αυτή τη χώρα». Μπορεί ο Vassilikos να συμμετέχει στην επιτροπή του schoolwave, αλλά από ’κει και μέχρι του σημείου να μιλάμε για το «πιο ενδιαφέρον πράγμα που συμβαίνει αυτή τη στιγμή» (στον εγχώριο μουσικό χώρο) έχω την αίσθηση ότι πάει πολύ. Τι νομίζετε ότι συμβαίνει στο schoolwave; Μήπως κάποια μουσική κοσμογονία; Προτείνονται τίποτα ρηξικέλευθες προτάσεις, που θα πάνε παραπέρα τη μουσική τού αύριο; Απλώς, βγαίνουν οι μαθητές από κάποια Λύκεια της χώρας και παίζουν τις μουσικές που τους αρέσουν. Ωραία. Θετικό είναι αυτό – το ότι νέοι άνθρωποι δηλαδή φτιάχνουν συγκροτήματα και δεν πάνε, ας πούμε, να επευφημούν τις ομάδες του Πσωμιάδη και του… Μπαρμπαμπέου –, αλλά ας μη δίνουμε στο γεγονός περισσότερο βάρος απ’ όσο έχει. Έχω ακούσει διάφορα σχήματα από τα Schoolwaves (στο YouTube), έχω και κάποιο CD (του πρώτου διαγωνισμού, από το 2005, που το είχε μοιράσει η Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία και το περιοδικό Schooligans) κι η γνώμη μου είναι πως υπάρχει μια προσπάθεια, όπως υπάρχει και ορατή προχειρότητα (αναμενόμενο), και, ακόμη, έλλειψη πραγματικού ταλέντου (κι αυτό αναμενόμενο). Αλήθεια, θα ήθελα να ρωτήσω. Βγήκε κανένα γκρουπ απ’ όλη αυτή την ιστορία; Προχώρησε; Βελτιώθηκε; Άφησε κάτι; Τι απέγιναν, άραγε, εκείνοι οι Musica Ficta, από το Μουσικό Λύκειο Παλλήνης, το μοναδικό σχήμα των schoolwaves – απ’ όσα έχω ακούσει –, που είχε κάτι να πει;
Με ειλικρίνεια το λέω. Τις απαντήσεις (αν υπάρχουν) δώστε τες εσείς.

Σάββατο 23 Ιουλίου 2011

μια LP-δισκογραφία του Vagif…

Είναι μία πρώτη απόπειρα να καταγραφούν σε μια σειρά, δίχως ιδιαίτερα λάθη, τα LP (ας ξεκινήσουμε απ’ αυτά) του Vagif Mustafa-Zadeh. Οι πηγές είναι οι γνωστές: το eBay/popsike, το rate your music, το discogs, διάφορα αζέρικα sites… Θα συμπληρώνεται μόνον αν υπάρχουν πλήρη και ει δυνατόν σίγουρα στοιχεία…

1. Kavkaz Trio – 10ιντσο LP, 33D-17592-CO – 1966
Vagif Mustafa-Zade, G. Nadirashvili, F. Shabsis 2. Jazz Compositions – Melodiya 33C 04593-94(a) – 1974
Vagif Mustafa-Zade p, David Koifman b, Arkady Dadashyan d
(Aziza, In the presence of witnesses keys, Brushes, Strings in Spring, The Caucasus/ Improvisations at dawn, See, You don’t err, Only six bars) 3. Jazz Compositions – Melodiya 33C 60 06407-8 – 1975
(Rhythm, Bakili, Step by step with time, Character, Night prelude, In Moscow/ In the training, March, Eighteenth, Sevil, How many abilities, Suddenly)
4. Sevil – Melodiya 33C 60 10157-58 – 1978*
(Gold ring, Browed Girl - V. Mustafazadeh, You can not change your destiny - V. Mustafazadeh, In Shirvanshahlar palace - V. Mustafazadeh, Lovely, Mugham, Today - V.Mustafazadeh)5. Jazz Compositions – 2LP, Melodiya 33C 60 12277-80 – 1979
Vagif Mustafa-Zadeh p, Eliza Mustafa-Zadeh voc, Tamaz Kurashvil b, Vladimir Boldyrev d
(πρώτο LP: Expecting Aziza, Quite alone, Riga in June, Mugham, Favourite compositions/ The feeling prompts you, The moon appears, Will-power, Nature in our land, δεύτερο LP: Persistence, Striving, In the garden, Dark-browed girl, The hottest day in Baku, Concerto No.2, Leaves autumn, Bemsha swing) 6. Jazz Compositions on Themes of Works by Tofik Kuliev – Melodiya 33C 60 14811-12 – 1980
(Don’t pride, Ballade, Zibeyda/ Fantasy, Impromptu)
7. Aspiration – USA. East Wind Trade Associates MC-20650 – 1985
(Persistence, Aspiration, In the garden, Dark eyebrows, The hottest day in Baku/ Concerto No.2, Autumn leaves, Bemsha swing)

* η πληροφορία γι’ αυτό το LP προέρχεται από ένα μόλις site, άρα για την ώρα δεν μπορώ να τη διασταυρώσω

Παρασκευή 22 Ιουλίου 2011

VAGIF MUSTAFA-ZADE jazz compositions

Δεν ξέρω γιατί, αλλά ακούγοντας τον όρο ευρωπαϊκή jazz το μυαλό μου πάει κατ’ ευθείαν σε 2-3 μουσικούς (ίσως και σε μερικούς ακόμη). Ο Krzysztof Komeda είναι o ένας, ο Vagif Mustafa-Zade είναι ένας δεύτερος... Δεν είμαι απολύτως βέβαιος γιατί συμβαίνει αυτό. Πιθανώς – αν αναφερόμαστε στους συγκεκριμένους καλλιτέχνες – να παρακινούμαι από το γεγονός πως ηχογραφούσαν στις «άλλες» χώρες, στα sixties και τα seventies. Πως πέθαναν νέοι (ο Komeda στα 38 του, το 1969, ο Mustafa-Zade, στα 39 του, δέκα χρόνια αργότερα), πως άφησαν ένα προσωπικό, όσο και πρωτότυπο έργο, το οποίο θ’ ανακαλύπτεται διαρκώς. Στην περίπτωση του Mustafa-Zade λειτουργεί και κάτι άλλο. Παρότι η κόρη του, η Aziza Mustafa Zadeh, μεταφέρει με τη δική της παρουσία τη μνήμη του στο σήμερα, οι ηχογραφήσεις του ιδίου, που είναι σχετικώς λιγοστές, δεν βρίσκονται κάθε μέρα.
Γεννημένος στο Baku, την πρωτεύουσα του Azerbaijan, το 1940, ο Vagif Mustafa-Zade υπήρξε μία από τις ηγετικές μορφές της σύγχρονης σοβιετικής jazz, αφού ήδη από τα χρόνια του ’60 με το τρίο Caucasus επιχειρεί να ενσωματώσει στις υπερατλαντικές jazz δομές, την παραδοσιακή μουσική της ιδιαίτερης πατρίδας του (mugham ή mugam), δημιουργώντας ένα νέο είδος modal jazz, στο οποίο κυριαρχούσαν οι λυρικοί τόνοι κι ένας κάποιος ακουστικός… πεσιμισμός, που αντανακλούσε προφανώς το αζέρικο φυσικό τοπίο. Η μουσική του, παρότι υπήρξε αναγνωρισμένη και βραβευμένη σε ποικίλα φεστιβάλ, κυρίως εντός της Σοβιετίας (Tallinn, Donetsk), αλλά και εκτός (Monaco) δεν ηχογραφήθηκε όπως θα της άρμοζε, αφού τα έξι(;) μόλις LP που έγραψε εν ζωή, δεν διαθέτουν και τα καλύτερα ποιοτικά στάνταρντ. (Στα CD, σίγουρα, έχει γίνει καλύτερη επεξεργασία).To παρόν LP, υπό τον τίτλο “Jazz Compositions” [Melodiya 33C 04593-94(a)], άνευ ενδείξεων στο μπροστινό μέρος του cover – στο οπισθόφυλλο υπάρχει το track list, κι ένα κείμενο, στη ρωσική και την αγγλική, του Leonid Gerchikov –, προέρχεται από το 1974 και όπως με είχε ενημερώσει ο ρωσοκαναδός dealer που μου το είχε πουλήσει πρόκειται για το τρίτο(;) άλμπουμ στην καριέρα τού αζέρου συνθέτη. Ο Vagif Mustafa-Zade (έτσι αναγράφεται στο παρόν οπισθόφυλλο, και όχι ως Zadeh) πάντα σε τρίο ή, μάλλον, συνήθως με τρίο – εδώ με τους David Koifman κοντραμπάσο και Arkady Dadashyan ντραμς – απλώνει μία σειρά συνθέσεων και αυτοσχεδιασμών που έλκουν την έμπνευσή τους από trad σκοπούς mugam ή tesnif (τραγούδια σε αργό τέμπο – κάπως σαν μπαλάντες), προσφέροντας ένα απολύτως ανεπανάληπτο ακρόαμα. Συνθέσεις όπως οι “Aziza” (αφιερωμένη στην κόρη του προφανώς) και “Caucasus” λυγίζουν και σίδερα με την αρμονική τους γοητεία.

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2011

JEAN KLUGER ελληνική συνιστώσα

Πριν λίγες μέρες βρήκα σ’ ένα παλιατζίδικο δύο 45άρια ενός ελληνικής καταγωγής μουσικού, ονόματι Paul Cavvadias. Τα δισκάκια, που είχαν εξώφυλλα και ήταν σε καλή κατάσταση, ήταν παρατημένα σε διαφορετικές μεριές του μαγαζιού (δεν ήταν μαζί δηλαδή), πράγμα που σημαίνει πως κάποιοι… ακατάλληλοι ανακατώνουν και πετάνε τα πράγματα όπου βρουν, δυσκολεύοντας τα ψαξίματά μας. Και, τέλος πάντων, αν στην προκειμένη περίπτωση το κακό ήταν μικρό (θα ήταν πολύ χειρότερα, αν κείτονταν αλλού τα covers και αλλού τα βινύλια), τι να πεις όταν βρίσκεις τη μια φορά σκέτο-αποκομμένο το εξώφυλλο ενός περιοδικού και την επομένη, μετά από ένα μήνα ας πούμε, το… κυρίως σώμα του; (Έχει συμβεί κι αυτό, όπως και άλλα χειρότερα…).
Έτσι, λοιπόν, παρότι το ονοματεπώνυμο Paul Cavvadias δε μου έλεγε απολύτως τίποτα, αγόρασα τελικώς και τα δύο δισκάκια επειδή… υπέθεσα σωστά. (Ok, το ελληνικό όνομα πάντα αποτελεί ένα κίνητρο, αλλά ενίοτε δεν αρκεί). Τα singles ήταν εκδόσεις της βελγικής εταιρίας Biram του Jean Kluger, ο οποίος Kluger είχε επιμεληθεί και τις ενορχηστρώσεις (στο πρώτο μαζί με τον Ralph Benatar, στο άλλο μόνος του). Το πρώτο single περιείχε τα κομμάτια “Monsieur le professeur/ Le fou, le criminel, le prisonnier” [biram 6109 168], ενώ το δεύτερο τα “De Smyrne a Salonique/ Le romarin” [biram 6109 175]. Έτος έκδοσης και για τα δύο το 1979.Η φωνή του Καββαδία έχει ιδιαίτερο χρώμα, είναι λεπτή και κάπως ξερή, όμως είναι ολόσωστη, έχει ένα φυσικό vibrato και ανεβαίνει ψηλά. Το “Monsieur le professeur” είναι ωραίο τραγούδι, με τραβηχτική μελωδία και ανάλογη ενορχήστρωση, με άψογες γραμμές πνευστών από τους Benatar και Kluger, ενώ ενδιαφέρον έχει και το flip-side, ένα ρυθμικό κομμάτι, που «ποτίζεται» από την light άποψη. Το “De Smyrne a Salonique” είναι ένα κάπως ιδιότροπο τραγούδι. Θυμίζει Georges Moustaki, μοιάζει με φεστιβαλικό, ή και με φολκλορικό-τουριστικό, αλλά η μελωδία που το στηρίζει, όπως και η φωνή του Καββαδία, όπως και το ελληνόφωνο τμήμα του («τώρα που γυρίζει αγάπη μου ο πονεμένος ήλιος/ νοιώθω ότι κι εσύ τη νοσταλγείς την ομορφιά της χώρας») του δίνουν έναν αέρα. Στο flip-side “Le romarin”, η εισαγωγή και τα περάσματα με harpsichord αναδεικνύουν έτι περισσότερο τη μελωδία, με τον Καββαδία να τραγουδάει με συγκρατημένο πάθος (θυμίζει το ύφος των γαλλόφωνων τραγουδιών του Γιώργου Ρωμανού από το “Dans le Grenier”). Παρότι, λοιπόν, αναφερόμαστε στο 1979, το κλίμα και των τεσσάρων κομματιών (οι συνθέσεις και οι στίχοι όλων ανήκουν στον Paul Cavvadias) μάς οδηγούν πιο πίσω, στα mid 70s.Φυσικά, γράφοντας κανείς για τον Jean Kluger (αφήνω τον αδελφό του Roland) δεν μπορεί να μην πάει το μυαλό του στο κορυφαίο “Aieaoa” (Jean Kluger-Daniel Vangarde) από το “Le Monde Fabuleux des Yamasuki” [biram 6450 901, 1971], κομμάτι που το έκαναν hit οι Black Blood, ως “A.I.E. a mwana”, το 1975 – άκου π.χ. το 45άρι “A.I.E. a mwana/ Marie Therese” [biram 6109 092] – και από ’κει και πέρα οι Wall of Steel, δηλ. οι Lafayette Afro Rock Band, ο Λάκης Τζορντανέλλι, αι Bananarama και άλλοι διάφοροι. Επίσης, ορισμένοι (όπως το Mutant Sounds) συνδέουν τον Jean Kluger με το προχωρημένο pop-psych LP τού Jean Le Fennec “Phantastic” [Barclay 920.134, 1969;], αν και οι περισσότεροι δίνουν ως παραγωγό τον αδελφό του Roland. Το άλμπουμ δεν το έχω (ούτε ως CD) και δεν μπορώ να ξέρω ποιος έχει δίκιο. (Μάλλον εκείνοι που αναφέρουν τον Roland). Γεγονός είναι πάντως πως τα δύο αδέλφια τα μπερδεύουν πολλοί (και πολύ), τόσο στο eBay (popsike), όσο και σε άλλα sites. Οι σχέσεις, πάντως, του Jean Kluger με την Ελλάδα δεν εξαντλούνται στην περίπτωση του Paul Cavvadias. Και δεν εννοώ το τραγούδι του “Le temps du chagrin”, που έχει πει η Nana Mouskouri σ’ ένα 45άρι της Fontana [460.936 ME] το 1965(;), αλλά το “Disco bouzouki” από το 45άρι “Disco bouzouki/ Do re mi fa soul” της Bouzouki Disco Band, που είχε βγει σε ετικέτα biram το 1977, αλλά και στην ελληνική Philips την ίδια χρονιά. Μάλιστα, το 1978 βγήκε και το φερώνυμο LP της… Great Disco Bouzouki Band (αυτό με τα κορμιά στο εξώφυλλο και την Ερμούπολη στο βάθος – καθότι υπάρχουν και άλλα covers που δεν είναι χύμα και δε λένε…). Ελληνική έκδοση στη Philips [6477 500] ή και στην biram [9101 959]. Φυσικά, εκείνο που λάμπει και από ’δω είναι το ανεπανάληπτο (δεν ξέρω… επαναλήφθηκε;) Disco bouzouki, μια σύνθεση των Jean Kluger-Daniel Vangarde, σε ενορχήστρωση Ralph Benatar, που για όσους έζησαν από… απόσταση αναπνοής τα τουριστικά early 80s, κάτι σημαίνει.

Τρίτη 19 Ιουλίου 2011

celestial vibrations…

Τον Laraaji τον ήξερα. Γνώριζα δηλαδή τον μουσικό, που μας είχε συστήσει ο Brian Eno (έτσι νόμιζα – δηλαδή, όντως, ο Eno μας τον είχε συστήσει, απλώς ο άνθρωπος, καλλιτεχνικώς, προϋπήρχε), μ’ εκείνο το “Ambient 3: Day of Radiance” στην Editions EG, το 1980. Να όμως, τώρα, που υπάρχει και συνέχεια. Ή, μάλλον… prequel. Ο Laraaji, το πραγματικό όνομα του οποίου είναι Edward Larry Gordon (γενν. στη Philadelphia το 1943), έχει μιαν ιστορία πίσω του, η οποία μας αποκαλύπτεται σε αδρές γραμμές στο ένθετο τής έκδοσης τής Soul Jazz. Αναφέρομαι στην επανέκδοση του πρώτου-πρώτου άλμπουμ του, που είχε τίτλο “Celestial Vibration” και το οποίον είχε βγει σε κάποια SWN, το 1978.
Ο Gordon λοιπόν, που είχε σπουδάσει Θεωρία της Μουσικής και Σύνθεση, στο Howard University της Washington D.C. την περίοδο 1962-64, μπαίνει στην πρακτική παίζοντας πλήκτρα, πιάνο και (πρώιμα) σύνθια, πριν στρίψει προς την jazz και το funk, με κάποιους Winds of Change εκεί προς τα early seventies, και πριν ξαναστρίψει, στη συνέχεια, προς τον ανατολικό μυστικισμό και την meditation music, παίζοντας zither στα πάρκα της Νέας Υόρκης, αλλά και σε παραστάσεις Ολιστικών Κέντρων. Σε μια τέτοια παράσταση, πριν από μια σχετική ομιλία, γνωρίστηκε με τον δικηγόρο Stuart White, ο οποίος είχε δικό του record label (SWN), προτείνοντάς του να τον ηχογραφήσει. (Σ’ ένα πάρκο του Village θα τον συναντούσε τυχαίως και ο Brian Eno, λίγο αργότερα). Το άλμπουμ, που, όπως ήδη αναφέρθηκε, είχε τίτλο “Celestial Vibration”, αποτελείται από δύο 24λεπτα κομμάτια (ένα σε κάθε πλευρά), στα οποία ο Edward Larry Gordon αυτοσχεδιάζει στο ενισχυμένο zither και την kalimba. Η αίσθηση που σου αφήνει το άκουσμα είναι εκείνο μιας.... κάπως ιδιάζουσας electronic music (δεν πρόκειται, φυσικά, για κάτι τέτοιο), με στοιχεία minimal α λα Terry Riley και κάποια electro-kraut α λα Peter Michael Hamel. Ok, το αποτέλεσμα είναι μοναδικό, αλλά και η ακουστική του γκάμα μοιάζει προαποφασισμένη.#Τρανή περίπτωση της αμερικανικής ενορχηστρωτικής τέχνης, ο μαέστρος και τρομπετίστας Don Ellis, που πέθανε νέος, στα 44 του το 1978, είχε δύο ολοκληρωμένα άλμπουμ για την γερμανική MPS στα seventies. Το “Soaring” του 1973 και το “Haiku” του 1974. Αυτό, το δεύτερο, επανεξέδωσε πέρυσι η Promising Music, δίνοντάς μας την ευκαιρία για μία εκ νέου γνωριμία με τον ξεχωριστό μουσικό.
Έχοντας γράψει ιστορία ήδη από το δεύτερο μισό των sixties με δύο (κυρίως) άλμπουμ στην Columbia – τo “Electric Bath” (ένα fusion αρχέτυπο) και το “Shock Treatment” (στην παράδοση του Esquivel) – ο Don Ellis εξελίσσεται σ’ έναν μάστορα των… παράξενων μέτρων από την εποχή, έχω την αίσθηση, της γνωριμίας του με τον βούλγαρο πιανίστα Milcho Leviev· άκου το “Tears of Joy” [Columbia, 1971]. Στο “Haiku” έχοντας κοντά του πάντα τον Leviev στα πλήκτρα και ακόμη τους Ray Brown μπάσο, John Guerin ντραμς, το νούμερο 1 της session κιθάρας Tommy Tedesco, ως επίσης τους Larry Carlton, David Cohen και βεβαίως μία πλήρη ορχήστρα από βιολιά, βιόλες, τσέλο, άρπα, κουαρτέτο εγχόρδων κ.λπ., ο Ellis, επηρεασμένος από κάποια αγαπημένα του haiku, κτίζει ένα πολύ ενδιαφέρον ορχηστρικό άλμπουμ, στο οποίο καταγράφει τις επιρροές του από την παλαιά ιαπωνική μουσική, συνδυάζοντας στο πακέτο του classic, easy και jazz αναφορές. Το άλμπουμ διαμορφώνει ένα πολύ ιδιαίτερο κλίμα, κάπως σαν κινηματογραφική nostalgia, αγγίζοντας κορυφή με το “Cherry petals”, με τον Ellis ν’ αποτίει φόρο τιμής στη «Λυρική Σουίτα για Κουαρτέτο Εγχόρδων» του Alban Berg, πιάνοντας ξανά κορυφή με το “Parting”· εκεί όπου τα walking μπάσα του Ray Brown, συνδυάζονται με μία… strip μελωδία, που απλώνεται κυριεύοντας το σύμπαν. Δύσκολα, πολύ δύσκολα, επαναλαμβάνονται τέτοια άλμπουμ σήμερα.

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2011

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΥΔΩΝΙΑΤΗΣ ένα βιβλίο - ένας δίσκος

Στον κανόνα των επιφανειακών, προχείρων και γενικώς βαρετών μουσικών εργο-βιογραφιών, το βιβλίο του Γεωργίου Φ. Κατραλή, αναφορά στον έλληνα συνθέτη της λόγιας μουσικής Κωνσταντίνο Κυδωνιάτη, υπό τον τίτλο «Κωνσταντίνος Κυδωνιάτης, 1908-1996, Η ζωή και το έργο του» [εκδ. Πνευματικό Κέντρο Δήμου Τριπόλεως/ Παρουσία, Τρίπολη 2004], αποτελεί την τέλεια εξαίρεση. Σπανίως σου δίδεται η χαρά (και όχι μόνο στην εγχώρια σχετική βιβλιογραφία) της αναγνωστικής ολοκλήρωσης, της απόλαυσης της λεπτομερούς και ενδελεχούς έρευνας και, κυρίως, της αποκάλυψης του μύθου ενός ανθρώπου (του συνθέτη, διευθυντή ορχήστρας, πιανίστα και παιδαγωγού Κ. Κυδωνιάτη), που έζησε σχεδόν ολάκερο τον περασμένο αιώνα, με τον δικό του, αφοσιωμένο στη μουσική, τρόπο. Αν μάλιστα συνυπολογίσω, σ’ αυτήν καθ’ αυτήν την εργασία, την άψογη εμφάνισή της (ιδίως στις αποτυπώσεις των παλαιών φωτογραφιών και των ντοκουμέντων και ακόμη στον πλήρη έλεγχο του κασέ – τι περιλαμβάνει η κάθε σελίδα του βιβλίου δηλαδή) τότε δε μένει παρά να πω πως η κατάθεση του Κατραλή είναι ένα υπόδειγμα συγγραφής, που πρέπει να μελετηθεί απ’ όλους εκείνους που φιλοδοξούν ν’ ασχοληθούν με κάτι ανάλογο στο μέλλον.Ξεπερνώντας, λοιπόν, ένα πρώτο αλλά πολύ σημαντικό επίπεδο εντυπώσεων, που αφορά στο ισορροπημένο κάλλος του βιβλίου – μία ευθεία αντιστοιχία, θα έλεγα, με το βίο και το έργο του συνθέτη – αξίζει να δούμε λίγο την ουσία των γραφομένων· όλων εκείνων δηλαδή, που μεταφέρουν στο δημόσιο φως την πολυκύμαντη πορεία ενός δημιουργού, ο οποίος συχνάκις αντιμετωπίστηκε από πρόσωπα και φορείς με μικρόψυχο τρόπο.
Ο Κωνσταντίνος Κυδωνιάτης γεννημένος στην Τρίπολη το 1908 υπήρξε γόνος παλαιάς ιστορικής οικογενείας (αδελφός του υπήρξε ο αρχιτέκτονας/ ακαδημαϊκός Σόλων Κυδωνιάτης). Με άριστες σπουδές στην Ελλάδα, τη Γαλλία και το Βέλγιο και με διεθνή καριέρα την τριετία 1936-39, όταν βρισκόταν εγκατεστημένος στο εξωτερικό, θα επιστρέψει στα πάτρια εδάφη λίγο πριν από τον Δεύτερο Πόλεμο. Για σχεδόν 40 χρόνια θα διατελέσει καθηγητής Μορφολογίας και Ανωτέρων Θεωρητικών στο Ωδείο Αθηνών, ενώ για 21 χρόνια θα διευθύνει τη Συμφωνική Ορχήστρα της Ραδιοφωνίας. Καθηγητής πιάνου στο Ωδείο Πειραιώς, διευθυντής του Ωδείου της Φιλαρμονικής Εταιρίας Πατρών, μόνιμος πιανίστας της ΚΟΑ κ.λπ., ο Κωνσταντίνος Κυδωνιάτης θα ολοκληρώσει στη ζωή του 105 έργα (όλων των ειδών, πλην όπερας), από το 1930 έως το 1993, τα οποία και τον ενέταξαν στη λεγόμενη Εθνική Σχολή.
Ο Γεώργιος Κατραλής ξεκινώντας από μία αυστηρά ιστοριοδιφική προσέγγιση στο δένδρο των Κυδωνιατών και ακολουθώντας απόλυτη γραμμική εξιστόρηση, συνοδεύει νοερώς το συνθέτη καθ’ όλη την πορεία της ζωής του, από την παιδική του ηλικία και την πρώτη επαφή του με τη μουσική, έως τη στιγμή της τελευτής του. Ενδιαμέσως, παίρνουν σειρά όλα τα κεφάλαια του βίου – οι σπουδές, η πορεία στο εξωτερικό, η γνωριμία με τη βελγίδα σύζυγό του Jeanne Delvoye, οι θέσεις από τις οποίες ο Κυδωνιάτης υπηρέτησε τη Μουσική Τέχνη, τα έργα του. Παραλλήλως, ο συγγραφέας, μέσα από γόνιμες κριτικές παρεμβάσεις σε ανάλογα κεφάλαια επιχειρεί, με τρόπο επιτυχή, να συνδέσει την παρουσία του Κωνσταντίνου Κυδωνιάτη με το ευρύτερο κοινωνικό γίγνεσθαι, προσδίδοντας στην αφήγησή του ένα είδος χρονικού της νεότερης Ελλάδας· κυρίως της προσπάθειας να οικοδομηθεί ένα ιδεώδες πολιτισμού μέσα σε δύσκολες συνθήκες (Κατοχή, Εμφύλιος, μετεμφυλιακή περίοδος). Εδώ, η συμβολή του Κ. Κυδωνιάτη υπήρξε θεμελιώδης. Ο συγγραφέας αν και γοητευμένος από την ακεραία μορφή του συνθέτη, δεν διστάζει να αναφερθεί σε ντοκουμέντα, παρμένα από εφημερίδες της εποχής, μέσα από τα οποία εμφαίνεται ο τρόπος – αρνητικός ορισμένες φορές – με τον οποίον αντιμετωπίστηκε το υπό παρουσίαση έργο από την κριτική. Φυσικά, απ’ αυτό το πλήθος των αναδημοσιευμάτων δεν θα μπορούσε να απουσιάζει και το Jazz & Τζαζ, δια των κειμένων του Θωμά Ταμβάκου, μέσω του οποίου είχε φθάσει, πριν από μερικά χρόνια, αυτό το εντυπωσιακό βιβλίο στα χέρια μου.Μάλιστα, θυμάμαι – έχει περάσει αρκετός καιρός και πάντως πριν εκδοθεί το βιβλίο – πως ένα LP που διέθετα με έργα Κωνσταντίνου Κυδωνιάτη το είχα δώσει στον Θωμά (επειδή ήταν πιο απαραίτητο για τη συλλογή του) και πως εκείνο το LP μού επεστράφη κάποια στιγμή, όταν ο Θωμάς εντόπισε ένα άλλο αντίτυπο. Ή, ίσως, να μου επεστράφη, όταν κυκλοφόρησε το άλμπουμ σε CD από την Legend το 1998. Δεν θυμάμαι ακριβώς. Το άλμπουμ εκείνο είχε βγει στη Seagull του Κώστα Γιαννίκου το 1978 και είχε τίτλο “3 Suites for Oboe, Clarinet and Bassoon” [Seagull 33/3E-IN-627]. Παράξενο; Σίγουρα, καθότι η Seagull κυκλοφορούσε funk, disco, easy, ορχήστρες, Πιτσιλαδή και... Morricone δεν έβγαζε κλασικά LP. Πάντως, μία (υποθετική) εξήγηση την έχω. Ο Κυδωνιάτης ήταν δάσκαλος του Σταμάτη Σπανουδάκη, κι επειδή ο Σπανουδάκης, τότε, κυκλοφορούσε τον ένα δίσκο μετά τον άλλον στα labels του Γιαννίκου ίσως (ο Σπανουδάκης) ν' αποτέλεσε τον συνδετικό κρίκο. Το άλμπουμ, που είναι ένα από τα δύο μόλις βινύλια με έργα Κυδωνιάτη (το έτερο το έβγαλε πάλι ο Γιαννίκος, στην United αυτή τη φορά, το 1986) είναι απολύτως ενδεικτικό της φιλοσοφίας και της αισθητικής του συνθέτη (παρότι η ηχογράφηση και η παραγωγή δεν το ευνοεί). Για εκείνη την πρώτη CD-έκδοση της Legend έγραφε ο Θωμάς Ταμβάκος στο Jazz & Τζαζ (τεύχος 67, 10/1998): «Στο άλμπουμ ανήκουν τρεις σουίτες για όμποε, κλαρινέτο και φαγκότο (Χρήστος Αργυρόπουλος, Ηλίας Κολοβός, Μιλτιάδης Οικονόμου αντιστοίχως). Είναι έργα της διετίας 1976-77 και η πρώτη δισκογραφική τους παρουσία έγινε το 1978 στην εταιρία Seagull, απ’ όπου και μεταφέρθηκαν στην εν λόγω έκδοση. Η ερμηνεία των έργων είναι εξαιρετική, γεγονός που συντελεί στην ανάδειξή τους ως κοσμητικών σελίδων της ελληνικής μουσικής φιλολογίας. Δυστυχώς, η παραγωγή της Legend είναι άθλια με κάκιστης αισθητικής ένθετο· ένα απλό δισέλιδο με ελάχιστες πληροφορίες και λάθη, όπως το ‘Σουίτα αρ.3’, αντί του σωστού ‘Σουίτα’».
Ακούμε μια μορφή της “Greek Suite No 2” του Κωνσταντίνου Κυδωνιάτη, όχι από το LP της Seagull ή το CD της Legend, αλλά από το YouTube, σε μεταγραφή για βιολοντσέλο (Αλέξανδρος Μποτίνης) και μαρίμπα (Κωνσταντίνος Μποτίνης).

Κυριακή 17 Ιουλίου 2011

συλλογαί γνωριμίας…

… κι ας ξεκινήσω από την “The BYG Deal, Art - Rock - Revolution” (2009) της βρετανικής Finders Keepers, ένα CD (νομίζω και 2LP) με επιλογές από τον κατάλογο της γαλλικής εταιρίας. Από τα πιο ενδιαφέροντα labels της εποχής, η BYG των Fernand Boruso, Jean-Luc Young και Jean Georgakarakos έπαιξε σε κάθε χώρο του μουσικού επιστητού δίνοντας διέξοδο σε μερικά από τα δυνατότερα ονόματα, που παρεπιδημούσαν στα late sities-early seventies στο Παρίσι (Γάλλοι, Αμερικανοί, Βρετανοί, Γερμανοί και φυσικά, θα το πω, Έλληνες…). Ο Andy Votel (ιδιοκτήτης της Finders Keepers, συλλέκτης και DJ – έχει εμφανισθεί και στην Αθήνα), που έχει επιμεληθεί τη συλλογή κατέβαλε φιλότιμη προσπάθεια να συμπεριλάβει μέσα σε 78 λεπτά το (αισθητικό) σύνολο του rock (βασικά) καταλόγου της εταιρίας. Η λιγότερο rock επιλογή αφορά προφανώς στους Art Ensemble of Chicago (αν και το δικό τους track, ως “Rock out”, είναι το πιο… rock απ’ όλα). Και το λέω τούτο, επειδή απουσιάζουν από το άλμπουμ οι Archie Shepp, Lee Morgan, Yusef Lateef, Don Cherry, Sun Ra και όλοι οι υπόλοιποι jazz masters, που είδαν ηχογραφήσεις τους στο label. Λογικό, θα μου πείτε, αφού από τον τίτλο ήδη (“Art - Rock - Revolution”) ψιλο-καταλαβαίνουμε το πλαίσιο. Έτσι λοιπόν από το compilation του Votel δεν απουσιάζουν ούτε οι Alice, ούτε οι Gong, ούτε οι Coeur Magique, ούτε και οι Ame Son, τέσσερα δηλαδή από τα καλύτερα prog-rock γκρουπ, που έδωσαν καίριες εγγραφές του στην BYG. Δεν απουσιάζουν επίσης folk, ή prog-folk προσωπικότητες όπως η Brigitte Fontaine, ο Areski, η Valerie Lagrange (με το απίθανο “Si ma chanson pouvait”), ψυχεδελο-τζαζίστες όπως οι Joachim και Rolf Kuhn, ιδιαιτερότητες όπως οι Francois Wertheimer, Jacques Barsamian και Paul Semama και βεβαίως δεν απουσιάζουν οι εκπρόσωποι της ελληνικής παροικίας Alpha Beta και Inter-Groupie Psychotherapeutic Elastic Band. Στους πρώτους, όπως έχω ξαναγράψει, κυριαρχεί η φιγούρα του Βαγγέλη Παπαθανασίου. Το “Astral abuse”, που ανθολογείται στη συλλογή, το υπογράφουν οι Βίλμα Λαδοπούλου, Βαγγέλης Παπαθανασίου και Αργύρης Κουλούρης κι είναι ένα space-psych κομψοτέχνημα, αρκούντως προχωρημένο. Στους δεύτερους ισχυρή είναι η παρουσία του Αργύρη Κουλούρη (από τους Έλληνες Sky Rockets, Minis, Juniors, Cinquetti, Συγκρότημα Βαγγέλη Παπαθανασίου, Aphrodite’s Child…), ο οποίος υπογράφει το flip-side του single “Floating/ Coloured butterfly”. Στη συλλογή τής Finders Keepers ανθολογείται το “Floating”, που θυμίζει… early Vangelis (εκτός από… John Lennon/ Yoko Ono).#
Και αν για την BYG τα πράγματα είναι γενικώς γνωστά από παλιά, για την κολομβιάνικη μουσική τα τελευταία, κυρίως, χρόνια η ανασκαφή πηγαίνει κάπως πιο βαθιά (υπό την έννοια ότι έχει ήδη… παγκοσμιοποιηθεί ένα κομμάτι του σύγχρονου, μετά το ’60, ήχου της χώρας, το καταγραμμένο, βασικά, από την Discos Fuentes). Όμως, η συλλογή “Palenque Palenque: Champeta, Criolla & Afro Roots in Colombia, 1975-91” [Soundway, 2010] έχει διαφορετική στόχευση, αφού καταπιάνεται με τον afro ήχο της Κολομβίας (που είναι ένας από τους πλέον ισχυρούς στη Λατινική Αμερική) και ο οποίος ήκμασε, στα συγκεκριμένα χρονικά πλαίσια, στην καραϊβική ακτή της. Οι compilers, το αφεντικό της Soundway Miles Clere και ο film maker, παραγωγός και ιδιοκτήτης της Palenque Records (η οποία από το 1996 στηρίζει την τοπική champeta) Lucas Silva, φτιάχνουν μία συλλογή-φωτιά, afrocolombian-latin-funk (ας το μεταφράσω έτσι), προτείνοντας σπάνιας δύναμης κομμάτια. Πρώτα τη τάξει τα “Pim pom” από Wganda Kenya, “Dejala corre” από Banda Los Hijos de La Nina Luz, “Quiero a mi gente” από Aberlado Carbono y su Conjunto, αν και δύσκολα εντοπίζεις εδώ κάτι μέτριο.#
Και πάμε στο ανήκουστο… Ο τίτλος της συλλογής “The Sound of Siam: Leftfield Luk-Thung, Jazz and Molam from Thailand 1964-1975” [Soundway] δηλώνει τα πρώτα απαραίτητα. Μουσικές από την Ταϊλάνδη της δεκαετίας 1964-1975, μουσικές που συνδυάζουν τις τοπικές ηχητικές και στιχουργικές-θεματικές παραδόσεις, με κάποιες δυτικές επιρροές που μπορεί να ξεκινούν από το beat, το surf και το garage, για να φθάσουν μέχρι το funk και την jazz. Το χορό έχω την εντύπωση πως τον είχε ανοίξει πριν από κάποια χρόνια (2004) η σουηδική Subliminal Sounds, με τα τέσσερα νούμερα της σειράς “Thai Beat a Go-Go”, για να συνεχιστεί το πράγμα και από άλλα labels, αλλά και από την… αφρικανική Soundway πέρυσι. Το 66λεπτο άλμπουμ εννοείται πως ακούγεται με άνεση, ενταγμένο απολύτως μέσα σ’ ένα exotica κλίμα, που αντανακλά, προφανώς, την καλοπέραση ενός τμήματος του ταϊλανδέζικου πληθυσμού· κόσμος που κατέκλυζε την πρωτεύουσα Bangong, και που βρέθηκε δίπλα, κοντά, στην πρώτη τουριστική ανάπτυξη. Τα ονόματα που ανθολογούνται, όπως αντιλαμβάνεστε, είναι παντελώς άγνωστα, γεγονός που εξασφαλίζει το εκπληκτικό της ακρόασης. Και πράγματι, αφού κάθε κομμάτι φαντάζει εντελώς διαφορετικό από το προηγούμενό του, με απροσδιόριστα φωνητικά, παράξενα παιξίματα (από γνωστά και άγνωστα όργανα), παράξενους συνδυασμούς, εξώκοσμη ατμόσφαιρα (προσωπικώς δεν μπορώ να αντιληφθώ πως ακριβώς διασκέδαζαν οι Ταϊλανδοί – αν διασκέδαζαν δηλαδή – μ’ αυτού του τύπου τα κομμάτια). Χαρακτηριστικότερο όλων; Ίσως το “Nom samai mai” από κάποιον Saknatee Srichiangmai που ξεκινά με wah-wah κιθάρες, συνεχίζει με σόλο φωνή σαν ν’ ακούς ψαλμωδία, για να εξελιχθεί προς ένα psych-jazz στυλ, που φέρνει στη μνήμη κάτι από ethiopiques (με τη φωνή να συνοδεύει σχεδόν σε όλη τη σύνθεση). Γενικώς, με τα ethiopiques υπάρχουν κάποιες κοινές ατμόσφαιρες (ακούω το “Mae jom ka lon” από τον Dao Bandon, το “Pen jung dai” από τους-τον Sanae Petchaboon), κάτι που δεν γνωρίζω αν αιτιολογείται (θα είναι απίθανο), έστω και σε κάποιο μικρό βαθμό. Αφήνω δε το “Diew sor diew caan” από τους Thong Huad & Kunp’an, που θυμίζει… πεντοζάλη και το “Uay porn tahan chaydan” από την Sodsri Rungsang, που μας πάει όλο ίσια στην… Ήπειρο της πεντατονίας. Απίστευτα πράγματα.

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2011

JAZZ & TZAZ 220

Στο καινούριο Jazz & Tζαζ o Θανάσης Μήνας γράφει για τη συλλογή τής Soul Jazz “Delta Swamp Rock”, αλλά και για το βιβλίο “Bob Dylan by Greil Marcus”. Ο Γιάννης Μουγγολιάς μεγεθύνει στην περίπτωση του ρώσου πιανίστα της improv-jazz Simon Nabatov, ενώ ο Κλήμης Λεοντίδης επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στους Maneige, ένα από τα ιστορικά γκρουπ του καναδικού progressive. Ο Σπύρος Σερλεμές συνεχίζει, και ολοκληρώνει, την αναφορά του στο αμερικανικό underground των sixties, τη στιγμή που ο Δημήτρης Κατσουρίνης συνομιλεί με τους Σκωτσέζους funksters Haggis Horns, με αφορμή την τελευταία τους δουλειά “Keep on Movin’”. Επίσης, τα δικά μου κείμενα αφορούν σε μερικά «σύγχρονα τουρκικά άλμπουμ», σε μία αναφορά στον τραγουδοποιό Τάκη Βούη, όπως και σε μία αντίστοιχη στον γερμανό τρομπονίστα Nils Wogram. Και βεβαίως παρούσα όλη η σταθερή ύλη του περιοδικού, όπως το Jazz Eye (κείμενα για τους Κέλυ Θωμά, Γιώργη Χριστοδούλου, Rene Aubry κ.ά.), Jazz & Λογοτεχνία, δισκοκριτικές, blues boom!, βιβλία, δισκορυχείον (με soul από τη Νότια Αφρική των 60s), πράξεις λόγιας μουσικής (το δεύτερο μέρος της αναφοράς του Θωμά Ταμβάκου στον Γιώργο Κοντογιώργο), all that art…
Στο εξώφυλλο η Hindi Zahra, η οποία εμφανίζεται στο Sounds of the World, στo Sani Festival.Στο CD “Jazz Vibes with a Latin and Blue Tinge” ο Γιώργος Χαρωνίτης επιλέγει κομμάτια του Cal Tjader, της διετίας 1954-55.

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2011

επτά

1. Tac Poum Systeme – Asmodai

2. Kiss Inc. – Hey Mr. Holy Man

3. G.Bros – She

4. Keith Meehan – Darkness of my life

5. Les Irresistibles – Baxter’s blues

6. The Ones – Lady Greengrass

7. Calliope – California dreamin'

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2011

long nights…

Τρία άλμπουμ της δεκαετίας των 00s, που τα ξανατυπώνει σε βινύλιο η γνωστή μας audiophile Music On Vinyl.
Από τα καλά rock σχήματα του αμερικανικού Νότου, οι Gov’t Mule – με ιστορία που φθάνει την 20ετία – είναι ένα από εκείνα που μεταφέρουν το πνεύμα της μουσικής των Allman Brothers Band στις μέρες μας. Βεβαίως, αυτό ακούγεται κάπως παράξενο, από τη στιγμή κατά την οποίαν και το όνομα Allman Brothers Band εξακολουθεί να υφίσταται, αλλά εν πάση περιπτώσει. Ας πούμε λοιπόν πως οι Gov’t Mule σχηματίστηκαν από δύο μέλη των Allman Brothers, τον μπασίστα Douglas Allen Woody και τον κιθαρίστα Warren Haynes. Οι δύο τους, μάλιστα, έπαιζαν και στα δύο(!) γκρουπ μέχρι το 1997, την εποχή δηλαδή που αποφάσισαν να αφοσιωθούν πλήρως στους Gov’t Mule, προχωρώντας τα πιο προσωπικά τους σχέδια. Το 2000 ο Woody πεθαίνει στα 44 του και ο Haynes ξαναμπαίνει στους Allmans, για να ξαναφύγει αργότερα, όταν – και μετά τα τρία “Deep End” (και “Deepest End”) CDs – οι Warren Haynes φωνή, κιθάρες, Matt Abts ντραμς, Danny Louis πλήκτρα και Andy Hess μπάσο ηχογραφούν το “Deja Voodoo” (2004), το οποίον πέρυσι επανεκδόθηκε σε 2LP από τους Ολλανδούς (της Music On Vinyl). Βαρύγδουπο άλμπουμ, το “Deja Voodoo” κινείται, γενικώς, σε αργούς τόνους, προτείνοντας μερικά πολύ καλά τραγούδια, όπως το “Wine and blood” ας πούμε, το 11λεπτο “Silent scream” ή το “No celebration” από την ίδιαν (τρίτη) πλευρά.#
OST το “Once”, που πρωτοβγήκε από την Columbia/Sony Music το 2007, επανεκδόθηκε και αυτό πριν από λίγο καιρό. Στο φιλμ, που έχει σκηνοθετήσει ο John Carney, πρωταγωνιστούν και έχουν γράψει μουσική ο ιρλανδός κιθαρίστας και τραγουδιστής των Frames Glen Hansard, καθώς και η Τσέχα Marketa Irglova. Το ηχητικό αποτέλεσμα – γιατί την ταινία δεν την έχω δει – είναι συμπαθές. Τα τραγούδια των Hansard/Irglova κυλάνε όμορφα, αν και κάπως ανώδυνα. Ενταγμένα μέσα σ’ ένα ευρύτερο folk/ ballad/ ελαφρώς rock περιβάλλον, προβάλλουν τον μελωδικό… ακουστικό τους χαρακτήρα, κατορθώνοντας ορισμένες φορές να δώσουν στίγμα με την απλότητά τους (“Gold”, “Fallen form the sky”).#
Μπορεί να γίνεται (ακόμη) ένας σχετικός χαμός με το πιο καινούριο άλμπουμ του Eddie Vedder, το “Ukulele Songs”, όμως εγώ άκουσα πριν από λίγο καιρό το προηγούμενό του. Το “Into the Wild” (πρώτο σόλο τού τραγουδιστή και κιθαρίστα των Pearl Jam) είναι η επανέκδοση σε βινύλιο ενός soundtrack του 2007. Πρόκειται, βεβαίως, για τα τραγούδια που ακούστηκαν στη φερώνυμη ταινία του Sean Penn (ως «Ταξίδι στην άγρια φύση» παίχτηκε στην Ελλάδα), για τα οποία, μπορώ να πω, έτσι από την αρχή, πως διακρίνονται για τη folky συνειδητότητά τους. Την ταινία δεν την έχω δει. Διάβασα όμως περί τίνος πρόκειται (με δυο λόγια, η πορεία προς την αυτογνωσία ενός καλοστεκούμενου, με πτυχίο, προοπτικές κ.λπ., νεαρού Αμερικανού, μέσω μιας ολικής περιπλάνησής του στην Αλάσκα) προσπαθώντας, συγχρόνως, να φανταστώ το βάρος της σκηνής που ακούγεται η τραγουδάρα “Long nights” (αλλά και το “Society” του Jerry Hannan)…

LA BANDA DEL PEPO

Από ένα CD κι ένα DVD αποτελείται το άλμπουμ τής (La) Banda Del Pepo “Tanto Por Hacer”, που κυκλοφόρησε στην nufolk/ Galileo MC, το 2009. Συγκροτημένοι σε σώμα στη Murcia (ισπανική πόλη στα ΝΑ της χώρας) το 1999, η Banda Del Pepo είναι οι Pepo φωνή, Carmen Hernandez φωνή, Jose Antonio Aarnoutse κιθάρες, Efren Lopez κιθάρες, Diego Lopez κρουστά, Osvaldo Jorge κρουστά και Cesar Giner μπάσο, μουσικοί δηλαδή με προγενέστερη παρουσία σε σχήματα όπως οι Malvariche, οι Estruktura, οι Malaguero, οι L’Ham de foc ή το γκρουπ του Miquel Gil (http://is.gd/7VoOJD). Το αποτέλεσμα, έτσι όπως καταγράφεται στο δεύτερό τους άλμπουμ, αυτό το “Tanto Por Hacer”, είναι πρώτης κλάσης. Ένα σπάνιας δύναμης ethnic/folk έργο, με απίθανα παιξίματα και δυναμικές συνθέσεις, από μια παρέα οργανοπαικτών μεταξύ των οποίων διακρίνουμε και τους Χρήστο Μπάρμπα νέι, Ελένη Καλλιμοπούλου κεμεντζές (αμφότεροι από τους Yeden, δες κι εδώ http://is.gd/GWkDaf).
Δεν είναι ο περίτεχνος συνδυασμός στοιχείων από το flamenco, το αραβικό μέλος, τις δυτικο-αφρικανικές αναφορές, δεν είναι η «έξυπνη» χρήση τού bass guitar τού Giner, που προσδίδει στο ακρόαμα ένα… rock βάθος, δεν είναι η φωνή του Pepo (μ’ αυτό το τόσο χαρακτηριστικό falsetto), είναι οι συνθέσεις βασικά (οι περισσότερες του Pepo) και οι ενορχηστρώσεις (οι περισσότερες του Efren Lopez) που ανεβάζουν το “Tanto Por Hacer” στα όρια τής τέλειας μουσικής πράξης.
Δύο ακόμη… επιβαρυντικά στοιχεία. Η μοναδική διασκευή, εδώ, αφορά στο “Dime” (ένας ύμνος του nuevo flamenco) από το ιστορικό “Pasaje del Agua” [CBS, 1976] των Lole y Manuel. Να σημειώσω πως ο Manuel (Molina) ήταν ο κιθαρίστας των Smash, ενός εκ των πιο σημαντικών spanish prog γκρουπ των early seventies. Μάλιστα, το έσχατο και μεγαλύτερο σε διάρκεια κομμάτι από το άλμπουμ τής Banda Del Pepo, το 8λεπτο “Tanto por hacer”, είναι ένας ανυπολόγιστης αξίας ηλεκτρικό flamenco κινούμενο στην καλύτερη των παραδόσεων των Triana, των Crack, των Gotic και των Mezquita, του βαρέως πυροβολικού δηλαδή του παλαιού ισπανικού rock. Κορυφαίο κομμάτι, απολαυστικός δίσκος! Μια ιδέα…

Τρίτη 12 Ιουλίου 2011

ΛΟΛΕΚ δεν αρκεί…

Στον καινούριο του δίσκο ο Λόλεκ (που υπογράφει ως «Λόλεκ» και όχι ως “Lolek”) επιχειρεί κάτι, που δεν το συναντάς συχνά στο ελληνικό τραγούδι· στην ελληνική δισκογραφία θα έλεγα καλύτερα. Επιδιώκει να μετατρέψει τις σκέψεις του σε στίχους (ό,τι πράττουν όλοι δηλαδή), δίχως να τον ενδιαφέρει μια κάποια επεξεργασία, που θα έδινε στα λόγια του μια τραγουδιστική χροιά. Μένει δηλαδή στο αρχέτυπο και το πρωτογενές, στην πηγαία ειλικρίνεια των αισθημάτων (δεν υπάρχει λόγος να αμφιβάλουμε γι’ αυτό), αδιαφορώντας (εσκεμμένως ή όχι δεν γνωρίζω) για ό,τι θα αποκαλούσαμε ως ολοκληρωμένη τραγουδοποιητική πρόταση. Πολλά μπορώ να υποθέσω, αλλά και σε πολλά μπορεί να πέφτω έξω – παρά ταύτα θα το επιχειρήσω.
Ο Λόλεκ φαίνεται να μην έχει ξεκαθαρίσει στον «Αχινό» [Inner Ear, 2011] τι ακριβώς θέλει να πράξει· και αιτία νομίζω πως είναι η επιλογή του να τραγουδήσει στην ελληνική. Έχω την εντύπωση δηλαδή πως δεν μπορεί να τακτοποιήσει το λεκτικό υλικό του, να το στριμώξει μέσα σε κάποια μέτρα μουσικά. Ως εκ τούτου η επιλογή τής «ελεύθερης» φόρμας (πάνω στην οποίαν θα μπορούσε να σταθεί, ούτως ή άλλως, ο οιοσδήποτε στίχος), μοιάζει ως η τελευταία λύση. Μόνο που είναι μια λύση εύκολη (όταν είναι), μια λύση εν πάση περιπτώσει που δεν προάγει το τραγούδι, αλλά κάτι που… μοιάζει με τραγούδι, κάτι, εν τέλει, που δύσκολα θα μπει σε κάποια χείλη. Και τούτο συμβαίνει όχι γιατί ο ελεγειακός χαρακτήρας του άλμπουμ δεν συμβαδίζει τάχα με τη συμπαγή μελωδία, το σταθερό ρυθμό, την αρμονική πληρότητα (ποσώς), αλλά γιατί δεν κατεβλήθη προσπάθεια οι ωραίοι δεκαπεντασύλλαβοι, που σκάνε που και που ανάμεσα στα λόγια («είναι φορές που νοσταλγώ, κοιτάζω πάλι πίσω/ και προσπαθώ να θυμηθώ τη γεύση τη δροσιά του») να αποκτήσουν ουσιαστικό λόγον ύπαρξης. Να μελοποιηθούν δηλαδή, και όχι απλώς να πεταχτούν πάνω σ’ έναν καμβά από ήχους.
Ok, δεν είναι ο Λόλεκ ο πρώτος που επιχειρεί κάτι τέτοιο. Ανάλογης προβληματικής δίσκοι από singer-songwriters (ή και γκρουπ) κυκλοφορούσαν ήδη από τα sixties και τα seventies και εξακολουθεί (εννοείται) να βγαίνουν και σήμερα (ιδίως σήμερα!). Όλοι έχουν υπ’ όψιν τους άλμπουμ όπως το “Lorca” του Tim Buckley, για να αναφερθώ σε κάτι πολύ γνωστό (κι από ’κει το “Anonynous proposition” ας πούμε), για να μη μιλήσω για το “Starsailor”, την ίδιαν ώρα που σημερινά συγκροτήματα όπως οι Charalambides ή ακόμη και… αι CocoRosie, έχουν ανάγει την αποστασιοποίηση σε στάση. Θέλω να πω δηλαδή πως ό,τι παρουσιάζει ο Λόλεκ στον «Αχινό» μπορεί να είναι συμβατό μ’ ένα γενικότερο πλέγμα απεξάρτησης από τις φόρμες, το οποίον όμως πλέγμα, έτσι όπως χαλαρώνει και επεκτείνεται, μπορεί να φθάσει να χωρέσει ακόμη και τον ατάλαντο, την ασχετοσύνη.
Υπάρχουν θέματα στον «Αχινό» που αφήνουν μια μουσικότητα, το «Μείνε ατάραχος», το «Δεν αρκεί», όπως και κάποια fragments εδώ κι εκεί, όμως το γενικό συμπέρασμα δεν μπορεί παρά να είναι ένα. Ο Λόλεκ οφείλει να προσέξει περισσότερο – αφού φαίνεται να τον ενδιαφέρει – τους ελληνικούς του στίχους· και εις βάθος και εις πλάτος και εις ύψος (δεν θα πρότεινα, δηλαδή, να επανέλθει στην αγγλική, παρότι το “Alone” φωτίζει ακόμη). Από ’κει και πέρα οι μουσικές θα ’ρθουν. Θα τις βρουν οι στίχοι εννοώ.

Κυριακή 10 Ιουλίου 2011

και ο James Taylor με το Π.Α.ΜΕ;

Όλοι πληροφορηθήκαμε τις δηλώσεις της Μυρσίνης Λοΐζου (κόρη του Μάνου Λοΐζου) και του συνθέτη Ηλία Ανδριόπουλου, που ζήτησαν να μη ξανακουστούν σε συγκεντρώσεις και γιορτές του Πα.Σο.Κ. τα τραγούδια «Καλημέρα ήλιε» (των Μάνου Λοΐζου, Δημήτρη Χριστοδούλου) και «Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες» (των Ηλία Ανδριόπουλου, Μάνου Ελευθερίου). Δεν είμαι δικηγόρος και δεν γνωρίζω, από νομικής πλευράς, αν κάτι τέτοιο ευσταθεί ή όχι – το να απαγορεύσεις δηλαδή, και με ένδικα μέσα αν απαιτηθεί, τη χρήση ενός τραγουδιού (ορισμένοι, ίσως, να το καταφέρνουν) – εκείνο όμως που ξέρω (και το ξέρουν όλοι) είναι πως και τα δύο αυτά τραγούδια δεν γράφτηκαν για να υμνήσουν ούτε τον «πράσινο ήλιο», ούτε την ημέρα ίδρυσης του Πα.Σο.Κ. (3 Σεπτεμβρίου του ’74), και άρα η χρήση τους από τις… σοσιαλιστικές «δημόσιες σχέσεις» είναι παντελώς αυθαίρετη. Όπερ σημαίνει πως ο ίδιος ο Μάνος Λοΐζος ενόσω ζούσε έπρεπε να είχε απαγορεύσει τη χρήση τού τραγουδιού του ως «πασοκικού ύμνου» και όχι η κόρη του 37 χρόνια αργότερα (πάλι καλά) – λες και η πράσινη λαίλαψ ενέσκηψε ξαφνικά εν έτει δύο έντεκα –, ενώ το ίδιο έπρεπε να είχαν πράξει (από τότε) και ο Ηλίας Ανδριόπουλος με τον Μάνο Ελευθερίου, και όχι να επιτρέπουν αμφότεροι, για 32 ολόκληρα χρόνια, την αλλοίωση του τραγουδιού τους και την ακύρωσή του, ταυτοχρόνως, από τα «πράσινα» μεγάφωνα. Και το ξαναλέω. Δεν γνωρίζω από νομικής πλευράς τι ακριβώς συμβαίνει (στην πράξη), και σε ποιο βαθμό ο δημιουργός είναι κύριος τού έργου του. Έτσι κι αλλιώς έχει χυθεί πολύ μελάνι γι’ αυτά τα ζητήματα και άκρη δύσκολα βγαίνει· και δεν αναφέρομαι στη νομολογία, που είναι αυτή που είναι, αλλά στις ερμηνείες της και ό,τι εκπηγάζει απ’ αυτές. Πάντως, εκείνο που είναι προφανές(;) είναι η δυνατότητα που έχει ο καθείς, σε προσωπικό επίπεδο, να διαχωρίζει εγκαίρως τη θέση του – τουλάχιστον – δηλώνοντας στα Μέσα και τον Τύπο, πως δεν τον εκφράζουν συγκεκριμένες πρακτικές και πως επιφυλάσσεται για την επαναφορά του έργου του στην «κατάσταση», που ο ίδιος επιθυμεί. Και κάτι τέτοιο όχι για τα μάτια του κόσμου, αλλά για την ουσία και το νόημα της δημιουργίας. Δε συνέβη τότε. Συμβαίνει τώρα και μάλιστα στην περίπτωση Λοΐζου όχι από τον ίδιον, αλλά από την κληρονόμο του· άρα, το πράγμα αποκτά και μιαν άλλη διάσταση, την… κατά πόσον ο κληρονόμος και τα λοιπά. (Ουδεμία μομφή προς την κυρία Λοΐζου, η οποία έπραξε το αυτονόητο). Ας πούμε, όμως, και κάτι ακόμη.
Πολιτικά τραγούδια υπάρχουν τριών ειδών. Υπάρχουν, πρώτον, εκείνα που φέρουν πολιτικά μηνύματα, δίχως να ταυτίζονται αναγκαστικώς με συγκεκριμένους χώρους, δεύτερον, εκείνα που δεν είναι γραμμένα για τις ασκήσεις των κομματικών στρατών, μοιάζει όμως να προπαγανδίζουν συγκεκριμένες πολιτικές ομάδες ή κόμματα (κάτω από τον καπνό υπάρχει οπωσδήποτε φωτιά), με τους δημιουργούς να κάνουν ενίοτε τα «στραβά μάτια», επειδή έτσι αποκτούν ακροατήρια, γίνονται περισσότερο αναγνωρίσιμοι, εισπράττουν «δικαιώματα» κ.λπ., και τρίτον εκείνα που γράφονται σχεδόν ή απολύτως κατά παραγγελία, με σκοπό να καταναλωθούν από συγκεκριμένα ακροατήρια. Ο χωρισμός είναι οπωσδήποτε χονδρικός (καθότι υπάρχουν επιμέρους εξαιρέσεις) και σίγουρα μη αξιολογικός, αφού υφίστανται προπαγανδιστικά πολιτικά τραγούδια ή κατά παραγγελία, που να είναι σημαντικότερα από οποιαδήποτε «ελεύθερα» (φερ’ ειπείν, πολλά τραγούδια του Woody Guthrie). Ν’ αναφέρω, όμως ένα «ελληνικό» παράδειγμα από κάθε είδος, προκειμένου να γίνω πιο σαφής. Στην πρώτη κατηγορία θα τοποθετούσα το «Σκόνη, πέτρες, λάσπη» του Δημήτρη Πουλικάκου (ένα εξαιρετικό και από αισθητικής πλευράς, πολιτικό τραγούδι), στη δεύτερη το «Όχι δεν πουλάμε» των Θωμά Μπακαλάκου - Διονύση Τζεφρώνη (ένα, σχετικώς συμπαθές πολιτικό τραγούδι, που το πήρε η μπάλα της Μεταπολίτευσης), ενώ στην τρίτη το… «Να μας ζήση ο Στρατός» μια παραγωγή του Άρη Γκρούεζα, δημοτικοφανές κακό τραγούδι (άρα και κάκιστης αισθητικής) γραμμένο για την… εθνοσωτήριο. (Το τελευταίο το είχα βρει, πριν χρόνια στο παζάρι, και το είχα αγοράσει για τους δικούς μου λόγους. Φυσικά, το έχουν ανακαλύψει και διάφορα φασιστοειδή, ανεβάζοντάς το στο YouTube).Κάποιες φορές, πάντως, τα όρια ανάμεσα στη δεύτερη και την τρίτη περίπτωση γίνονται δυσδιάκριτα· για να μην πω πως τα κόμματα είχαν τούς (ταπεινούς) λόγους τους στην πριμοδότηση του τάδε ή του δείνα καλλιτέχνη. Έτσι, ο Φώντας Λάδης, μπορεί να έλεγε χθες (9/7) στη Σαββατιάτικη Ελευθεροτυπία, στην «έρευνα» της Ναταλί Χατζηαντωνίου «Πολιτικά τραγούδια στον κομματικό ιστό» πως το «Πάγωσε η τσιμινιέρα» και το «Δέντρο» δεν είχαν γραφεί για το ΚΚΕ, ασχέτως αν κόσμος το έλαβε έτσι επειδή είχαν πρωτοπαρουσιαστεί από τον ίδιον το Λοΐζο σε Φεστιβάλ της ΚΝΕ, όμως ο ίδιος (ο Λάδης) φαίνεται πως έχει ξεχάσει το 45άρι «Άνεργος/ Στη διαδήλωση» [PR 7Y], που κυκλοφόρησε το 1981, με τις αναγραφόμενες ευχαριστίες τής ΕΣΑΚ-Σ (συνδικαλιστική παράταξη του ΚΚΕ), στο οπισθόφυλλο του single! Διαβάζουμε σ’ εκείνο το κείμενο: «Ευχαριστούμε το συνθέτη Μάνο Λοΐζο, το στιχουργό Φώντα Λάδη, τον ερμηνευτή Μπάμπη Αντωνίου και τους συνεργάτες τους για την προσφορά τους με το δίσκο αυτό στην εργατική τάξη». Έτσι, λοιπόν, το ότι κάποια τραγούδια του Λοΐζου συνδέθηκαν με το ΚΚΕ δεν ήταν ούτε συμπτωματικό, ούτε τυχαίο. Και τα δύο tracks του single, που περίσσεψαν από το γνωστό τοις πάσι άλμπουμ «Τα Τραγούδια μας» [Minos, 1976] με τον Γιώργο Νταλάρα έχουν στίχους σαν και τούτους (διατηρώ την ορθογραφία του οπισθοφύλλου): «Καταμεσήμερο κι ένας εργάτης/ μέσα στους δρόμους τριγυρνά/ βδομάδα πέρασε που τον σχολάσαν/ μ’ άλλους πεντ’ έξη απ’ τη δουλιά. Για τη φαμίλια του, για τον αγώνα/ πρέπει ολόρθος να σταθεί./ Να κάνει δύναμη, να μη λυγίσει/ μέχρι το δίκιο του να βρει». Το ακούμε όχι από τον Μπάμπη Αντωνίου, αλλά από τον Γιώργο Νταλάρα, όπως συμπεριλήφθηκε στην έκδοση του άλμπουμ «Τα Τραγούδια μας», στην έκδοση της εφημερίδας Το Βήμα.
Ok… παρότι εκείνο το «καταμεσήμερο» μού κάθεται στο στομάχι. Λες και αν ήταν πρωί ή απόγευμα ο αγώνας τού ανέργου δεν θα δικαιωνόταν. Όχι τίποτ’ άλλο, αλλά έτσι θυμήθηκα κι έναν άλλον επίσης αχώνευτο στίχο του Φώντα Λάδη από τα «Τραγούδια της Λευτεριάς» [Lyra, 1978] του Θάνου Μικρούτσικου, με τη Μαρία Δημητριάδη. «Ο φασισμός δεν έρχεται από μέρος που λούζεται στον ήλιο και στ’ αγέρι…», λες και ο Παπαδόπουλος ή ο Ιωαννίδης δεν ήταν τέκνα της ηλιόλουστης και ολόφωτης Ελλάδας, αλλά του Αρκτικού Κύκλου…
Ανεξαρτήτως από το τι πράττουν τα κόμματα – από το πόσο, δηλαδή, μπορεί ν’ ακυρώσουν ένα πολιτικό τραγούδι –, και ανεξαρτήτως επίσης από τις εκάστοτε απαγορεύσεις των δημιουργών ή των κληρονόμων, εκείνο που εν τέλει έχει σημασία είναι ένα· το πολιτικό τραγούδι οφείλει να είναι σοβαρό, να είναι λαϊκό (ν’ αφορά στην κοινωνία δηλαδή) χωρίς να λαϊκίζει και, βεβαίως, να αντιπαρέρχεται την ποιητικούρα.
Άντε ν’ ακούσουμε και τη «Διαδήλωση» (Λοΐζος-Λάδης), από το 45άρι της ΕΣΑΚ-Σ με τον Μπάμπη Αντωνίου, αλλά όχι και ο… James Taylor (η αρχική φωτογραφία) με το Π.Α.ΜΕ ρε παιδιά.
UPDATE
(δυστυχώς το εν λόγω βίντεο έχει διαγραφεί από το YouTube)