Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2017

ΚΑΒΑΦΗΣ σκηνοθεσία Γιάννης Σμαραγδής – μουσική Βαγγέλης Παπαθανασίου

Έχω δει διάφορες ταινίες του Γιάννη Σμαραγδή (από τις παλιότερές του βεβαίως) και ο Καβάφης (1996) είναι μία από τις πολύ καλές του. Όχι η καλύτερή του. Θα γράψω άλλη φορά για την καλύτερή του, που είναι η τηλεταινία Καλή σου Νύχτα Κυρ-Αλέξανδρε (1981).
Τον Καβάφη τον είχα δει στον κινηματογράφο, φυσικά, όταν παίχτηκε για πρώτη φορά και ένα από τα στοιχεία της ταινίας που με τράβηξαν περισσότερο ήταν η μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου… την οποίαν ακούω τώρα ξανά (μετά από αρκετά χρόνια).
CD δεν βγήκε εκείνη την εποχή, μα λίγα χρόνια αργότερα, το 2000, από μιαν άγνωστη εταιρεία από τη Ρουμανία(!) ονόματι Storm Records. Το CD, που είναι κανονικό βιομηχανικό CD (και όχι CD-R) με barcode και credits παραγωγής ήταν ακριβό όταν κυκλοφόρησε (είχε τυπωθεί σε 50 αντίτυπα λένε!) και πολύ πιο ακριβό μερικά χρόνια αργότερα, καθώς πουλιόταν στο eBay πάνω από 100 ευρώ. Δεν θυμάμαι, τώρα, τι είχα πουλήσει για να το αγοράσω, όταν έσκασε για πρώτη φορά… αλλά πάντως το αγόρασα. Και δεν το έχω μετανιώσει, γιατί η μουσική του Καβάφη δεν έχει κυκλοφορήσει ποτέ κάπου αλλού ολάκερη. Το δυστύχημα είναι πως στο discogs το CD έχει περάσει στα “unofficials” (δεν ξέρω γιατί, αν και υποπτεύομαι) κι έτσι δεν μπορεί κανείς πλέον να το βρει και να το ακούσει.
Ο Σμαραγδής, στον Καβάφη έχει κάνει φοβερή δουλειά σε όλα τα επίπεδα, προβάλλοντας μοναδικά ευρήματα.
Κατ’ αρχάς υπάρχει μια σπάνια για ελληνική ταινία χωροχρονική άρθρωση, εφάμιλλη σχεδόν του Καλή σου Νύχτα Κυρ-Αλέξανδρε. Ο Σμαραγδής είναι από τους ελάχιστους έλληνες σκηνοθέτες, που ξέρει να χρησιμοποιεί «παρενθέσεις» και «εισαγωγικά» στον κινηματογράφο – σαφής η επιρροή του από το σινεμά του Miklós Jancsó και ενδεχομένως των Ιαπώνων. Χρησιμοποιεί διαφορετικά «βάθη» για τις φωνές για να υποδηλώσει τη σκέψη, το λόγο των νεκρών, τη φωνή του αφηγητή, χωρίς καμμία στάθμη να συγχέεται με άλλη. Το εύρημα του αμίλητου Καβάφη σε όλες τις ηλικιακές παρουσίες του είναι εκπληκτικό και εξηγείται άψογα στο τέλος τού φιλμ, όταν ο πιο κοντινός του άνθρωπος ακούγεται να λέει... «ούτως ή άλλως ακόμα και όταν μιλούσε ο Καβάφης έλεγε εκείνα που ήθελε, όχι αυτά που προσπαθούσαν να του αποσπάσουν οι άλλοι». Οι χρονικές επαναφορές, όλα τα μπρος-πίσω δηλαδή, είναι πάντα ευρηματικά και τα πάντα (η σχέση με τη μητέρα του, η λατρεία της ελληνιστικής αρχαιότητας, η ομοφυλοφιλία...) δηλώνονται ιεροκρυφίως, με δουλειά πολλή σε επίπεδο νευμάτων, μορφασμών, γλώσσα σώματος κ.λπ. Εξαιρετική ταινία την οποία προτείνω να δείτε.
 

PSYCHEDELIC TRIPS TO DEATH ωραία πειραγμένο rock, από μια ελληνική μπάντα που θέλει να ξεχωρίσει

Η τρίτη κυκλοφορία των Psychedelic Trips to Death, που προέρχονται από τη Θεσσαλονίκη, είναι ένα βινύλιο, κομμένο σε 200 αντίτυπα και το οποίον έχει τίτλο Blood for Blood [Private, 2017]. Το συγκρότημα, να το πούμε, είναι τριμελές, καθώς αποτελείται από τους Θανάση Σαμπαζιώτη, Δημήτρη Πολιούδη και Κωνσταντίνο Ιωσηφίδη και πως αυτό που παίζουν και παρουσιάζουν στο “Blood for Blood” δεν έχει κάποια προφανή σχέση με την ψυχεδέλεια (το σημειώνω προς αποφυγήν παρεξηγήσεων).
Τι παίζουν οι Psychedelic Trips to Death; Πειραγμένο ροκ, που άρχεται από τους Stooges, περνάει από τους Cramps και μπλέκει για τα καλά στα γρανάζια της alternative noise pop των Jesus and Mary Chain (ενδεχομένως και του… ανάλογου rock των Sonic Youth). Τέλος πάντων η ουσία δεν είναι αυτή. Η ουσία είναι πως στην περίπτωση των Psychedelic Trips to Death έχουμε ένα ακόμη ελληνικό σχήμα, που ομνύει στα eighties βασικά (με τα όποια «πριν» ή «μετά») και που, κάπου-κάπου, μπορεί να «πιάνει» και μια-κάποια «Barrett-ική» σύγχυση – οπότε κι αυτό ακόμη το “psychedelic” ίσως να μην είναι εντελώς ξένο και, εν τοιαύτη περιπτώσει, κάτι να υπονοεί.
Πάντως η μπάντα παίζει καλά, δηλαδή μια χαρά, με τα τραγούδια της να είναι κάτι περισσότερο από ενδιαφέροντα. Δεν υπάρχει κατάχρηση εκφραστικών μέσων, ο τραγουδιστής είναι σωστός και μεστός, οι κιθάρες σκορπίζουν πανικό, το ρυθμικό τμήμα στέκεται στο ύψος του. Μάλιστα, ασκούμενοι, οι Psychedelic Trips to Death, εντός αυτού τού noisy σκηνικού καταφέρνουν να ξεχωρίσουν, μέσα στο πλέγμα των συγκροτημάτων της σύγχρονης ελληνικής σκηνής, δίχως να αναπαράγουν κάτι απ’ αυτά που ακούγονται τριγύρω. Κι αυτό το προσμετρώ ως ένα μικρό κατόρθωμα – ή και μεγαλύτερο.  
Πολύ καλοί.

Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017

ΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΤΟΥ 2017

Μια μέρα έμεινε για να φύγει η χρονιά, κι έχω ν’ ακούσω τρία-τέσσερα ελληνικά ακόμη, αλλά θα βιαστώ και θα το πω.
Το ωραιότερο ελληνικό άλμπουμ που άκουσα μέσα στο 2017 ήταν το LP των Burgundy Grapes “Short Stories, Lasting Shadows” [Inner Ear].
Για το ξένο τώρα…
Αν μια γνώμη για το ελληνικό άλμπουμ της χρονιάς έχει ένα νόημα, όταν μάλιστα κάποιοι από εμάς μπορεί να έχουν ακούσει ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής δισκογραφίας (της χρονιάς που πέρασε), οι επιλογές μας για ένα ξένο άλμπουμ είναι πρακτικά ασήμαντες. Μόνον ως εντελώς περιοριστικές και απολύτως προσωπικές μπορεί να ιδωθούν. Περαιτέρω –και μέσα σ’ αυτή τη γενικότητα πάντα– εμένα μ’ ενδιαφέρουν επιλογές που μπορεί να κάνει ένας Έλληνας ως Έλληνας και όχι ένας Έλληνας, που θέλει να σκέφτεται σαν Άγγλος ή Αμερικάνος.
Δηλαδή, δεν έχει νόημα να διαλέξουμε απ’ αυτά που διαλέγουν στο Pitchfork, στο Wire ή οι κριτικοί των μεγάλων εφημερίδων του εξωτερικού (Αγγλο-Αμερική κ.ά.). Εγώ δηλαδή ως Έλληνας έχω κάθε δικαίωμα να απορρίψω ό,τι δε μου κάνει (σύγχρονη pop και hip hop π.χ., dance music κ.λπ.), επιλέγοντας από ’κείνα που μ’ αρέσει ν’ ακούω (ξαναζεσταμένο rock, όταν είναι… ζεσταμένο ωραία, σύγχρονη jazz και improv, avant, πειραματικά κ.λπ.).
Δίνω λοιπόν την ψήφο μου σ’ ένα άλμπουμ, αλλά βασικά σε μια καλλιτέχνιδα, την Ιαπωνίδα Satoko Fujii, που είναι της «ζαπικής» αντίληψης για τη δισκογραφία (ηχογραφούμε και κυκλοφορούμε πολλούς δίσκους, συνεχώς, γιατί έτσι καταγράφεται η ιστορία και έτσι κλείνουμε «κεφάλαια» και προχωράμε παρακάτω), ευρισκόμενη δεκαετίες τώρα στην πρώτη γραμμή της jazz-improv πρωτοπορίας, παράγοντας εντυπωσιακούς δίσκους, με συνεχείς καινοτομίες (σε διαχείριση χρόνου, σε επικοινωνία των αντιθέτων, σε καινοφανή παιξίματα, τίμπρε οργάνων κ.λπ.), που πάνε αυτό που λέμε σύγχρονη μουσική ένα βηματάκι πιο μπροστά.
Μεγάλη, αλλά «δύσκολη» καλλιτέχνιδα, που αξίζει να ανακαλύψετε.

ένα δεύτερο μέρος με τούρκικα CD – θ’ ακολουθήσει και τρίτο (και τελευταίο) σε κανα μήνα

Λίγα λόγια για μερικά τουρκικά «κλασικά» CD, που έφθασαν στα χέρια μας μέσω της Recodisc
ΑΤΕŞ PARS: Oda Müziğinde AtonalAĞSAV MÜZİK, 2013]
Ο Ateş Pars, γεννημένος το 1942, είναι ένας από τους αναγνωρισμένους σύγχρονους συνθέτες στην Τουρκία, ενώ τα τελευταία χρόνια αποκτά φήμη και στην κεντρική Ευρώπη (Γερμανία, Αυστρία), εκεί όπου έχει ζήσει και ζει. Στην παρούσα έκδοση συγκεντρώνονται σονάτες του Pars για πιάνο και βιολί ή σόλο πιάνο (αποδίδει ο ίδιος ο συνθέτης), μια σονάτα για όμποε και πιάνο, και τέλος ένα κουαρτέτο εγχόρδων (No 2, Opus 21) που αποδίδει το Bamberg Quartet. Πρόκειται για έργα πιστά στην παράδοση του δωδεκαφθογγισμού, με ενδιαφέρουσες «δωματίου» μελωδίες, με πολλές παραλλαγές και ρυθμικές αλλαγές, που δημιουργούν ωραίες εντυπώσεις.
ŞÖLEN DİKENER: Premier Kayıtlar [ÇAĞSAV MÜZİK, 2014]
Βιολοντσελίστας είναι ο Şölen Dikener, με πολλές διακρίσεις τόσο εντός, όσο και εκτός Τουρκίας και με εμφανίσεις, ως σολίστ με συμφωνικές ορχήστρες και άλλα μικρότερα σχήματα σε ΗΠΑ, Γερμανία, Αυστρία, Γαλλία και Αγγλία. Στο συγκεκριμένο CD συνεργάζεται με τον πιανίστα Kamerhan Turan και τη βιολίστρια Elizabeth Reed Smith στην απόδοση έργων των İlhan Baran (γενν. 1934) (σονατίνα για σόλο βιολί), Kamran İnce (γενν. 1960) (“Tracing” για τσέλο και πιάνο), Ahmed Adnan Saygun (1907-1991) (σονάτα για τσέλο και πιάνο) και Necil Kâzım Akses (1908-1999) (Τρίο Εγχόρδων). Όλα τα έργα έχουν ενδιαφέρον και ιδίως το “Tracing” του Kamran İnce, με τις ειδικές τεχνικές παιξίματος σε τσέλο και πιάνο, τις ξαφνικές εναλλαγές ύφους και τη δραματική ατμόσφαιρα.
RUŞEN GÜNEŞ: Türk Bestecilerinden / Viyola Parçaları AĞSAV MÜZİK, 2013]
Διακεκριμένος χειριστής της βιόλας, ο Ruşen Güneş ερμηνεύει στο παρόν CD έργα για σόλο βιόλα των Necil Kâzım Akses (1908-1999), İlhan Usmanbaş (γενν. 1921), Yalçın Tura (γενν. 1934), Herman Özkalfayan (1932-2008), İpek Mine Sonakın (γενν. 1966), Ateş Pars, καθώς κι ένα δικό του, συντεθιμένο το 2005. Τα έργα δείχνουν τη βαθειά εξοικείωση των τούρκων συνθετών με τα διδάγματα της λεγόμενης «κλασικής μουσικής» και φυσικά την αξιοσύνη του Güneş, στην ερμηνεία όχι ακριβώς «ίδιων» έργων, αλλά τελείως διαφορετικών (τελείως διαφορετικών απαιτήσεων εννοώ). Το CD, όπως και όλα της ÇAĞSAV MÜZİK, περιέχει αναλυτικότατο δίγλωσσο (τουρικά-αγγλικά) booklet, γεμάτο με βιογραφικά συνθετών και εκτελεστή, καθώς και με λοιπές πληροφορίες.
VARIOUS: Gitarla Live Buluşma / Türk Bestecileri ve İcracıları AĞSAV MÜZİK, 2013]
Διπλή συλλογή «μνημείο» για την κλασική κιθάρα, σήμερα, στην Τουρκία. Στο πρώτο CD ανθολογούνται 20 tracks, στα οποία παρουσιάζονται νέοι κιθαρίστες, ενώ στο δεύτερο «διαγωνίζονται» συνθέτες, που έχουν συνθέσει για κιθάρα φυσικά. Όπως διαβάζουμε στο ένθετο: «Το Τουρκικό Ραντεβού της Κιθάρας ξεκίνησε το 2006, με σκοπό να συγκεντρώσει όλους(!) τους σύγχρονους τούρκους κιθαρίστες, δασκάλους της κιθάρας, σπουδαστές κ.λπ. με σκοπό τη μεταξύ τους επικοινωνία και την ανάπτυξη της φιλίας. Γρήγορα, το πράγμα ξέφυγε, για να αποκτήσει υπερμεγέθη χαρακτηριστικά». Οι παρούσες εγγραφές συνέβησαν στο Ümit Eroğlu/Studio στην Άγκυρα και αφορούν στη διοργάνωση του 2012 (έκδοση σε 2CD το 2013).
YEŞIM GÖKALP: Çağdaş Minyatürler [ÇAĞSAV MÜZİK, 2011]
Γεννημένη στη Σμύρνη το 1966, η Yeşim Gökalp είναι μια πιανίστρια με περγαμηνές. Σπουδές σε Τουρκία και Γερμανία, συμμετοχές σε διεθνή φεστιβάλ, πολυάριθμα βραβεία, δισκογραφία. Στο “Çağdaş Minyatürler” παρουσιάζει έργα Karol Szymanowski, Ateş Pars, İlhan Baran και Leonard Bernstein. Σόλο πιάνο φυσικά, με την Gökalp να συγκινεί και να εντυπωσιάζει στα «Εννέα Πρελούδια, Οp.1» του μεγάλου πολωνού συνθέτη, που άλλαξε τη μουσική της πατρίδας του, με έργα που συνταίριαζαν τα μουσικά κεντροευρωπαϊκά δόγματα  της εποχής του (αρχές 20ου αιώνα), με το τοπικό folklore. Όχι πως τα υπόλοιπα έργα ή η τέχνη/τεχνική της τουρκάλας πιανίστριας είναι μικρότερης σημασίας, αλλά, όπως και να το κάνουμε, τα Πρελούδια τού Szymanowski ξεχωρίζουν.
SELİN ŞEKERANBER / YUDUM ÇETİNER (DUO BLANC & NOIR): The Essence of Piano Duo [ÇAĞSAV MÜZİK, 2014]
Οι πιανίστριες Selin Şekeranber και Yudum Çetiner συνεργάζονται, ως piano-duo, από το 2008 κι έτσι ακριβώς, ως ντούο, έχουν δώσει παραστάσεις σε διεθνή φεστιβάλ στην Ελβετία, τη Γαλλία, τη Γερμανία και εννοείται την Τουρκία. Στο “The Essence of Piano Duo” οι τουρκάλες πιανίστριες ερμηνεύουν έργα Fazıl Say, Mozart, Debussy, Lutoslawski, Ahmet Adnan Saygun, Piazzolla, Ραχμάνινοφ, Veysel και του πολύ γνωστού μας Zülfü Livaneli. Το πρώτο έργο, το σχεδόν 7λεπτο “Kara Torpak” (Μαύρη γη) τού τούρκου συνθέτη Fazıl Say (γενν. 1970) είναι εντυπωσιακό. Το ένα πιάνο μάλιστα ακούγεται σαν να είναι «πειραγμένο» (μπορεί και να είναι), καθώς στ’ αυτιά μας φτάνει… μπάσος ήχου σαντουριού. Φοβερό αυτό το κομμάτι – το λέω, γιατί τα περισσότερα από τα υπόλοιπα είναι μάλλον γνωστά.

Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2017

dance music

Όλες οι χορευτικές αηδίες που έχουν κυκλοφορήσει από το ’90 και μετά (εκείνες που έλυσαν τα χέρια των αδέξιων και των ατάλαντων) δεν κάνουν μισό τραγούδι των Modern Talking.
Κάθονται ορισμένοι και τρώνε στη μάπα τον κάθε άσχετο, που το παίζει παραγωγός χορευτικής μουσικής με ξένες πλάτες, «προχωρημένος» και-καλά, με έτοιμα μπλιμπλίκια, με samples πεταμένα από δω κι από κει, βγάζοντας ένα έκτρωμα ηλεκτρονικής (του κώλου ηλεκτρονική… γιατί άλλη λέγαμε ηλεκτρονική μουσική πριν το ’90), από την οποία δεν απουσιάζει μόνον η μελωδία, και που είναι πνιγμένη και πηγμένη στη μαυρίλα και στα drugs – μιας και μόνο μαστούρης ή πιωμένος μπορείς να νιώσεις κάτι απ’ αυτά τα σκατά.
Με τη θλιβερή αφορμή τού θανάτου τού DJ Palmer έφερα στη μνήμη μου εκείνα που άκουγα στις ντίσκο, στο νησί, τα καλοκαίρια των eighties
Και πού να το φανταζόμασταν, τότε, πως οι Modern Talking θα ήταν το τελευταίο συγκρότημα αληθινής χορευτικής μουσικής για τις μάζες…
 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΟΥΓΑΝΕΛΗΣ ένα… αντιμνημονιακό άλμπουμ

Είχα την εντύπωση πως ο Γιάννης Ζουγανέλης την είχε ψιλοεγκαταλείψει τη δισκογραφία, αλλά δεν είναι έτσι. Μπήκα στο discogs και είδα, διαπίστωσα δηλαδή, πως τα τελευταία χρόνια κυκλοφορεί τακτικά CD, τα οποία διατίθενται στον κόσμο μέσω των εφημερίδων. Πάντως το τελευταίο του, το «Αλλιώς τα Έβλεπα» [ΜΙΝOS EMI / Universal / αυλός, 2017], δεν έχει πάνω του στάμπες φυλλάδων, οπότε μιλάμε για μια κανονική-κανονική δουλειά, που επιχειρεί να συναντήσει τον κόσμο δια της κλασικής… παλαιάς οδού. Δισκάδικο ή και περίπτερο(;) και τα συναφή…
Το άλμπουμ λοιπόν, το «Αλλιώς τα Έβλεπα», περιέχει δώδεκα τραγούδια σε μουσικές Γιάννη Ζουγανέλη και στίχους των Αντώνη Παπαϊωάννου (6), Nίκου Κεραμίδα (2), Γεωργίου Σουρή (2), ενώ στα υπόλοιπα δύο στίχους έχει γράψει ο ίδιος ο Ζουγανέλης.
Το πρόβλημα στο συγκεκριμένο CD είναι ο μουσικός αχταρμάς του. Λίγο τζαζ, λίγο μπλουζ, λίγο ροκ, λίγο ρέγγε, λίγο λαϊκό κτλ. Σχεδόν κάθε τραγούδι ηχεί διαφορετικά, γιατί έτσι, υποτίθεται, πως θα περάσει καλύτερα το μήνυμα των στίχων. Έχω τη γνώμη, όμως, πως αυτή η άποψη δεν λειτουργεί. Και, περαιτέρω, αφήνει κενά στην παρακολούθηση.
Ο Ζουγανέλης νομίζει πως η δισκογραφία είναι κάτι σαν το μαγαζί, σαν το σώου, εκεί όπου μπορείς να σατιρίσεις οτιδήποτε, χρησιμοποιώντας κατά το δοκούν ήχους από ’δω από ’κει. Μόνον που ο θαμώνας ενός μαγαζιού, που έχει βρεθεί εκεί για κάποιο συγκεκριμένο λόγο, δεν έχει ουδεμία σχέση με τον ακροατή, που θα καθίσει μόνος του, στο σαλόνι του σπιτιού του, για ν’ ακούσει ένα CD.
Πέφτει λοιπόν στην παγίδα της μουσικής πολυδιάσπασης ο Ζουγανέλης και είναι κρίμα, γιατί υπάρχουν μερικές πολύ ωραίες μελωδίες εδώ (όπως εκείνη του «Αλλάζεις»), ενώ και οι στίχοι δεν στερούνται, γενικώς, ενδιαφέροντος – επηρεασμένοι μέσες-άκρες από τη σύγχρονη κοινωνικοπολιτική, μνημονιακή, πραγματικότητα.
Θα μπορούσε, θέλω να πω, όλα αυτά να συνταιριάξουν καταλλήλως, δημιουργώντας ένα σύγχρονο σοβαρό άλμπουμ με γερές αιχμές προς πολλές κατευθύνσεις, πράγμα που τελικώς δεν συμβαίνει. Μένουν, δηλαδή, οι προθέσεις… Ο Ζουγανέλης ξοδεύει το ταλέντο του στο να παριστάνει τον Αγγελάκα (στο «Οι νεολαίοι»), αλλά η σάτιρα δεν είναι, πάντα, ο καταλληλότερος τρόπος για να μιλήσεις για τα πάντα. Ιδίως σήμερα, όπου τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά και τα χάχανα μόλις και μετά βίας χωράνε κάτω από τη χαραμάδα (της εξώπορτας).

Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2017

JEF MAARAWI ένα παράξενο καινούριο άλμπουμ

Περίεργη περίπτωση αυτός ο Jef Maarawi. Γεννημένος στο Σάο Πάολο από σύρο πατέρα και βραζιλιάνα μητέρα, ο Maarawi έχει ζήσει (και ζει) στην Αθήνα γράφοντας τραγούδια με ιστορίες στην αγγλική. Τον θυμάμαι φυσικά από το προηγούμενο συγκρότημά του, τους Egg Hell (κι εκεί ιστορίες) και το άλμπουμ τους “Once Part of a Whole Ship” [Inner Ear, 2014], αλλά τώρα έχουμε στ’ αυτιά μας κάτι πιο προσωπικό του, κάτι που θα μπορούσε να δώσει κι άλλα στοιχεία, για τον τρόπο που σκέφτεται ο Maarawi και αντιλαμβάνεται την τραγουδοποιία.
Ξεκινώντας από το cover του Comfort Food [Inner Ear, 2017] θα έλεγα πως έχουμε να κάνουμε μ’ ένα καθαρό tropicália εξώφυλλο, που δείχνει αν θέλετε και τις πρώτες-πρώτες αναφορές του Jef Maarawi. Και όντως δηλαδή. Γιατί ακούγοντας το εισαγωγικό φανταχτερό ηχητικά “Corcovado”, δε γίνεται να μην ανακαλέσεις τη σχετικώς πιο πρόσφατη τραγουδοποιία του Caetano Veloso ή αν θέλετε τον τρόπο που έχει επηρεάσει ο Veloso τύπους σαν τον David Byrne (του “Look Into the Eyeball” π.χ.). Και όμως το δεύτερο track, το “Forest”, είναι κάτι διαφορετικό – μια πολύ όμορφη, ακουστική να την πούμε, μπαλάντα, που βαραίνει ελαφρώς στη διαδρομή διατηρώντας αναλλοίωτη τη γοητεία της. Τρίτο τραγούδι στη σειρά το “Reverend Jones”, γραμμένο για τον παρανοϊκό πάστορα, που πήρε μαζί του πάνω από 900 ψυχές στο ανείπωτο έγκλημα της Jonestown, στη Γουιάνα, τον Νοέμβρη του 1978. Δεν μπορώ να καταλάβω από ποιαν ακριβώς θέση γράφει αυτό το πολύ ενδιαφέρον (από ηχητικής πλευράς) τραγούδι ο Maarawi – και το λέω τούτο, γιατί κάπου με μπερδεύει… Ωραία μπαλάντα το “LA”, γραμμένο για το Λος Άντζελες φυσικά, έχει κάτι από την άπλα των τραγουδιών των Byrds ή των Love, δείχνοντας τα πολλά και ποικίλα ενδιαφέροντα τού Maarawi – που παραμένουν πάντως ατάκτως ερριμμένα. Το “Eggshell”, που κλείνει την πλευρά κολλάει με τα προηγούμενα – διαθέτει πάντα τις ακουστικές κιθάρες του ίδιου του Maarawi, ενώ γεμίζει με ηλεκτρικές στην πορεία ανεβαίνοντας και σε vibes. Σε όλη την πλευρά κάνουν πολύ καλή δουλειά βεβαίως οι King Elephant, Sir Kosmiche και Βασίλης Βλαχάκος (ηλεκτρικές κιθάρες).
Πολύ κοντά στα προηγούμενα (“L.A.” και “Eggshell”), το “Comfort food” ανοίγει την B Side με ωραίο τρόπο. Αυτός ο συνδυασμός ακουστικού και ηλεκτρικού ήχου νομίζω πως είναι το πιο δημιουργικό στοιχείο τού άλμπουμ του Maarawi και πάνω εκεί πρέπει να γίνει ακόμη περισσότερη δουλειά στο μέλλον, που θα τείνει προς την απλοποίηση της γενικότερης φόρμας, ώστε τα κομμάτια να κυλάνε πολύ πιο άνετα. Το “Coming going” είναι ένα από τα πιο sixties-pop tracks του LP, καθώς έχει μια φρεσκάδα στην ενοργάνωση και την ερμηνεία του – αν και οι στίχοι, που είναι πολλοί, δεν βοηθάνε, στην… αγκίστρωσή του. Το “Dread & breakfast” είναι ένα τραγούδι, που μοιάζει περισσότερο με την εισαγωγή του άλμπουμ και στ’ αυτιά μου ακούγεται κάπως μπερδεμένο (μάλλον αναφέρεται στον συριακή καταγωγή του Maarawi, στον πατέρα του, γιατί στους στίχους ακούμε και διαβάζουμε κάτι περί Δαμασκού κ.λπ.). Το προτελευταίο κομμάτι έχει τίτλο “Someone jumped in front of train” και αναφέρεται σε κάποια περίπτωση αυτοκτονίας στις γραμμές του μετρό ή του ηλεκτρικού. Από τη μια υπάρχει το δράμα της πράξης και από την άλλη ο κυνισμός τού… τώρα τι κάνουμε, τού πώς θα πάμε σπίτι μας κ.λπ. Το πιάνει ωραία το θέμα ο Maarawi, αλλά το τραγούδι είναι κάπως δύστροπο και κατά βάση δε σε πιάνει μουσικά. Το “Comfort Food” θα κλείσει με το “Oh my god, Omayra!”. Το τραγούδι αναφέρεται στην τραγική ιστορία της 13χρονης Κολομβιανής Omayra Sánchez, που πέθανε αβοήθητη, μισοθαμμένη σε λάσπη, σε ζωντανή τηλεοπτική θέα, μετά από την έκρηξη ενός ηφαιστείου στην Armero της Κολομβίας (τον Νοέμβρη του ’85).
Οπωσδήποτε ένα ενδιαφέρον άλμπουμ από έναν τραγουδοποιό, που έχει δώσει καλά ή και πολύ καλά δείγματα και που αξίζει να εξελιχθεί και να προχωρήσει.
Επαφή: www.inner-ear.gr

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 66

27/12/2017
Προχθές, ανήμερα τα Χριστούγεννα, βρέθηκα σ’ ένα σπίτι – μεγάλη παρέα, καμμιά 15αριά άτομα. Φάγαμε και ήπιαμε του σκασμού, ακούσαμε μουσική, κουβεντιάσαμε… και κάποια στιγμή ρετάραμε. Τότε, σηκώθηκε ένας από την παρέα, που δεν ήταν από τους άμεσους φίλους, και ρίχνει στη TV μια ελληνική ταινία, το «Τανγκό των Χριστουγέννων»… ξέρω ’γω, για να χαλαρώσουμε. Τι κίνηση ήταν αυτή τώρα; Eίπα μέσα μου. Παρά ταύτα κάθισα λίγο να τη δω, αν και δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ, επειδή άλλοι συνέχιζαν να κουβεντιάζουν και η κουβέντα μού φαινόταν, στη συγκεκριμένη φάση, πολύ πιο ενδιαφέρουσα. Μετά, βέβαια, ξαναπήγα στην ταινία, αλλά επειδή είχα κενά την παράτησα οριστικά. 
Γύρισα σπίτι κάποια στιγμή, κάπως συνήλθα, και είπα να την ψάξω να τη δω – αν υπήρχε στο YouTube. Υπήρχε… και την είδα. Μια σύντομη κριτική λοιπόν κατόπιν εορτής. Με καθυστέρηση έξι χρόνια δηλαδή… και δύο μέρες. 
Αν εξαιρέσεις την αρχή και το τέλος, τη σύνδεση δηλαδή της ιστορίας με το σήμερα που ήταν άσκοπη και σχεδόν αστεία, η ταινία είναι πολύ καλή, μέσα στα επιμέρους προβλήματά της – που είναι βασικά δύο, αλλά τα προσπερνάς επειδή τα ατού της είναι ισχυρά και τα καλύπτουν. Μετριότατος ο Μπέζος σ’ ένα σκληρό ρόλο (εκείνον του Α/νχη διοικητή), λίγη η Βίκυ Παπαδοπούλου (στο ρόλο της γυναίκας του), πολύ καλοί όλοι οι άλλοι (μικροί και μεγάλοι) ρόλοι και εκπληκτικός ο Γιάννης Στάνκογλου (στο ρόλο του υπολοχαγού). Ωραία και ουσιώδης στρατιωτική ιστορία, που διαδραματίζεται σ’ ένα στρατόπεδο στον Έβρο του 1970, με πολλές επεκτάσεις, επενδυμένη με βαρύγδουπη μελοδραματική μουσική που δεν κόλλαγε και με κακό τον Νταλάρα στο τραγούδι των τίτλων (τέλους).  
Εγώ άργησα να δω το «Τανγκό των Χριστουγέννων», μια ωραία λαϊκή ταινία για όλους (από το 2011), αλλά μπορεί να υπάρχουν κι άλλοι (απ’ αυτούς που μας διαβάζουν εδώ), που έχουν αργήσει περισσότερο… 

27/12/2017
>>Η ελληνική κοινωνία είναι όντως μια κατεχόμενη κοινωνία όχι όμως από τους άλλους, από τους ξένους αλλά από τον εγκλωβισμό στο είδωλό της, τη μίζερη αυτο-θυματοποίησή της. <<
Πάνω σ’ αυτή τη γελοία και σαθρή ιδεοληψία είναι στηριγμένη όλη η αντιδραστική αφήγηση των φιλελέδων.
Η Ελλάδα από τον πόλεμο και μετά (Δόγμα Τρούμαν, Σχέδιο Μάρσαλ), ας το πιάσουμε από ’κει, είναι με βούλες και με σφραγίδες αποικία.
Οι φιλελέδες ξεπλένουν, για πολλοστή φορά, τους ντόπιους προστάτες των ξένων συμφερόντων, το κράτος της δεξιάς που στηρίχτηκε στους δοσίλογους και τους τραμπούκους, την ξενόδουλη χούντα, το μπαράζ των μεταπολιτευτικών οικονομικών σκανδάλων της ΛΜΑΤ (όλους εκείνους δηλαδή που ξάφρισαν ό,τι είχε απομείνει από τους ξένους), ενώ συμβάλλουν με όλες τους τις δυνάμεις στη διάδοση και εμπέδωση τής δήθεν συλλογικής ευθύνης τού «όλοι μαζί τα φάγαμε».  
Συνεχόμενες αθλιότητες από τους ν/φ, που όσο η κρίση θα βαθαίνει τόσο πιο πολύ θ’ ακούγονται… 

27/12/2017 
Δεν υπάρχει περίπτωση να τρακάρεις γνωστό πολιτικό, που να σου πει ότι ακούει… Soft Machine, ότι γουστάρει τις ταινίες του Άκι Καουρισμάκι και πως η «Ηλεκτρονική Επανάσταση» του Μπάροουζ είναι ένα από τα πιο έξυπνα βιβλία που έχουν γραφτεί ποτέ (είπα στην τύχη τρία ονόματα). 
Απεναντίας τρακάρεις συνέχεια αγράμματους, που σπεύδουν να κρεμάσουν στα μανταλάκια την αγραμματοσύνη τους, ώστε να φανεί πως δε διαφέρουν απ’ το… αγριεμένο πλήθος που δυνητικά εκφράζουν.
Δες, για παράδειγμα, την Ντόρα Μπακογιάννη, που κάποτε φυτεύτηκε από τον πατέρα της στο υπουργείο πολιτισμού (άκου υπουργός πολιτισμού η Ντόρα!), που έδινε «καλύτερο βραβείο γυναικείας ερμηνείας» (του Ποπ Κορν) στην Άννα Βίσση και που εσχάτως δήλωσε… «είμαι φαν του The Voice, επέμενε ο Ισίδωρος να το δούμε και με συνεπήρε…». 
Τo επίπεδο του Μητσοτακέικου είναι ομολογημένο από χρόνια… 

27/12/2017 
«Εκτός από τη Γιούρομπανκ κανείς δε σε θυμάται
σε τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού»
ΕΦΚΑ, ΕΝΦΙΑ, ΤΣΜΕΔΕ, σήμα κτλ. Γαμώ το κέρατό σας…

26/12/2017
Οι Attack είχαν κυκλοφορήσει κάποια 45άρια στη Βρετανία στα late sixties, αλλά LP δεν είχαν προλάβει να κάνουν. Αυτό, το LP, βγήκε για πρώτη φορά το 1990 και άστραψε ο ουρανός! Πολύ μεγάλη μπάντα, που ηχογράφησε απίστευτα τραγούδια στην καρδιά της british psych.
Στο “Mr Pinnodmy’s dilemma”, που είναι συγκλονιστικό (ν' ακούνε οι νέοι, να μαθαίνουν), μιλάνε για ένα ιδιαίτερο παιδί, που μπορεί να ήταν αυτιστικό (αν και τότε δεν υπήρχε ακριβώς αυτός ο όρος) - ένα τραγούδι που μπορεί να επηρέασε ακόμη και τους Who στο “Tommy”. Απίστευτα ντραμς από τον Keith Hodge, βομβαρδιστικό μπάσο από τον Roger Deane, θανατηφόρα κιθάρα από τον John DuCann, αγέρωχη ερμηνεία μεγατόνων από τον Richard Shirman. Όλοι οι μουσικοί έπαιξαν αργότερα σε άλλα σχήματα (Andromeda, Atomic Rooster, The Five Day Week Straw People κ.λπ.).

26/12/2017
Υπάρχουν πολλοί που δυσανασχετούν εκτός καθημερινότητας, δεν γουστάρουν τις γιορτές, δεν γουστάρουν ακόμη περισσότερο τις θρησκευτικές γιορτές, και γενικώς καταθλίβονται με το να σκέφτονται πως υποχρεούνται να γιορτάσουν. Κανείς όμως δεν υποχρεώνει κανέναν και για τίποτα.
Υπάρχουν πολλά στραβά σ’ αυτό τον κόσμο, αλλά τέτοιες μέρες δεν ξέρω πιο στραβό από το να ενοχλείται κάποιος επειδή είναι οι δρόμοι στολισμένοι, επειδή υπάρχουν βιτρίνες στολισμένες (οι οποίες είναι τέλειες τη νύχτα, όταν τα μαγαζιά είναι κλειστά), επειδή υπάρχουν παιδιά που λένε ακόμη τα κάλαντα, επειδή μπορεί να συναντηθούμε με συγγενείς ή φίλους σ’ ένα τραπέζι, γύρω από μια καλοψημένη γαλοπούλα, πίνοντας ένα καλό κρασί (ή και λιγότερο καλό).
Προσωπικά έχω ορισμένα πράγματα που αντιπαθώ στις γιορτές, αλλά αυτά τα εντάσσω σε κάποιους γενικότερους προβληματισμούς και όχι στο εορταστικό κλίμα αυτό καθ’ αυτό. Δεν μ’ αρέσει π.χ. η πολλή ζέστη στα διαμερίσματα, σιχαίνομαι τα τζάκια στις πόλεις και δε βρίσκω σωστό, μετά από μιαν ωραία εορταστική συνεύρεση σ’ ένα σπίτι, να τρέχεις αγχωμένος στα μαγαζιά, για ν’ ακούσεις στριμωγμένος χαζές μουσικές, βλέποντας άγνωστες φάτσες.
Και μ’ αρέσει, όταν η παρέα διαλύεται, να ρίχνω ένα γερό κομμάτι στο πικάπ, για πάρτη μου όπως λένε, και με γεμάτο το volume να κατεβάζω το τελευταίο ποτήρι…

Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2017

ENJA RECORDS νέες κυκλοφορίες της γερμανικής εταιρείας (Μέρος ΙΙ)

Σαν συνέχεια στην ανάρτηση της 23ης Δεκεμβρίου. Δύο φοβερά άλμπουμ υπάρχουν εδώ...
TUIJA KOMI & VLAD COJOCARU: Satumaa, Midsummer Jazz Tango from Finland [enja ENJ-9651, 2017]
Το tango στη Φινλανδία είναι κάτι σαν εθνική μουσική. Από τότε που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στη χώρα, πριν εκατό περίπου χρόνια, αγαπήθηκε σφόδρα από τους Φινλανδούς, οι οποίοι, στην πορεία, το ανακάτεψαν με τα πάντα. Με τη σύγχρονη μουσική, με την jazz, με το rock, με το δικό τους folk κ.λπ. Φυσικά, δεν έπαψαν να εμφανίζονται μέσα σ’ αυτόν τον αιώνα και πιο τυπικά, ας τα πούμε έτσι, tango σχήματα, που προσέφεραν και προσφέρουν τα δικά τους vibes σ’ αυτή την παλαιά ιστορία, αναθερμαίνοντας το κλασικό ρεπερτόριο και προτείνοντας καινούριο (μέσα από νέες συνθέσεις ή ακόμη και από απροσδόκητες διασκευές). Σχήματα αποτελούμενα από φωνή και ακορντεόν π.χ., όπως το παρόν της φινλανδής τραγουδίστριας Tuija Komi και του μολδαβού ακορντεονίστα Vlad Cojocaru.
Η συνεύρεση των δύο στο “Midsummer Jazz Tango from Finland” είναι αυτή που πρέπει να είναι, καθώς τόσο το διεθνές ρεπερτόριο (“Chega de saudade” των Jobim/Moraes, “Libertango”, “Oblivion” του Astor Piazzolla, “You and I” του Stevie Wonder, “Per una cabeza” του Carlos Gardel, “Pink panther” του Henry Mancini), όσο και το φινλανδικό (συνθέσεις των Valto Tynnilä, Toivo Kärki κ.ά.) υποτάσσεται απλά και ουσιαστικά στις διαθέσεις και τις ικανότητες της Komi και του Cojocaru.
CSABA TOTH BAGI: Balkan Union [enja ENJ-9645 2, 2017]
Η συνταγή είναι μία και δεν λαθεύει σχεδόν ποτέ. Άμα είσαι μουσικαράς και συνεργάζεσαι με μουσικαράδες, αποφασίζοντας μαζί τους να… ροκάρεις τα Βαλκάνια, τότε το αποτέλεσμα δεν μπορεί παρά να είναι από «πολύ καλό» έως «άριστο». Και εδώ, στην περίπτωση τού “Balkan Union”, είναι σίγουρα «άριστο».
Ο πρώτος τη τάξει, ο κιθαρίστας Csaba Toth Bagi, είναι Ούγγρος στην καταγωγή, ζούσε στη Σερβία, αλλά λόγω του πολέμου, το 1993, θα βρεθεί στη γειτονική Ουγγαρία. Εκεί, ο Toth Bagi θα ανακατευτεί από την αρχή με την τοπική jazz και blues σκηνή, ηχογραφώντας (από το 1997) διάφορα προσωπικά άλμπουμ, κάνοντας μεγάλη εντύπωση με το παίξιμό του και γνωρίζοντας, φυσικά, την ανάλογη επιτυχία. Στην πορεία, μάλιστα, θα καταξιωθεί και διεθνώς, αφού θα περιοδεύσει ακόμη και με τον Al Di Meola, με τις δουλειές του, κοντολογίς, να αναγνωρίζονται και στην Αμερική.
Στο “Balkan Union” ο Toth Bagi διασκευάζει για… fusion συγκρότημα παραδοσιακά βαλκανικά κομμάτια. Τώρα, βεβαίως, η Ουγγαρία μπορεί να μην ανήκει γεωγραφικώς στα Βαλκάνια, αλλά μουσικο-παραδοσιακώς ανήκει οπωσδήποτε. Το λέω, γιατί τα περισσότερα tracks πρέπει να είναι ουγγαρέζικα – αν και δεν αποκλείεται ορισμένα απ’ αυτά να προέρχονται και από άλλες νοτιότερες περιοχές ή χώρες (δυστυχώς στο CD δεν υπάρχουν τέτοιου τύπου πληροφορίες).
Δίπλα, λοιπόν, στον ούγγρο κιθαρίστα παρατάσσονται δεκατρείς ακόμη μουσικοί και τραγουδιστές, με μερικά πολύ δυνατά ονόματα ανάμεσά τους. Λέμε, για παράδειγμα, για τον κουβανό πιανίστα Gonzalo Rubalcaba, τον επίσης πιανίστα (χειρίζεται και fender rhodes) Vasil Hadžimanov (για CD του οποίου στην MoonJune έχουμε γράψει στο παρελθόν) και άλλους διαφόρους σε τσέλο, κρουστά, φωνές, κλαρίνο, ακορντεόν, μπάσο, ντραμς, φλάουτο… Μάχη
WORLD PEACE TRIO (DWIKI DHARMAWAN, GILAD ATZMON, KAMAL MUSALLAM): S/T [enja ENJ-9642 2, 2017]
Ένα CD, που θα μπορούσε να είχε βγει στην αμερικανική MoonJune του Leonardo Pavkovic (ο οποίος Pavkovic προλογίζει το World Peace Trio στη δεύτερη σελίδα τού booklet), τυπώνεται, τελικώς, στη γερμανική enja του Matthias Winckelmann. Πρόβλημα; Απολύτως κανένα! Πόσω μάλλον όταν με την πλατύτερη διανομή τής enja θα πληροφορηθούν ακόμη περισσότεροι την αξία αυτού του παίκτη, του ινδονήσιου πιανίστα και synth player Dwiki Dharmawan (που τον παρουσιάζει, τα τελευταία χρόνια, εκτενώς η MoonJune στα σύγχρονα fusion ακροατήρια). Δίπλα στον Dharmawan, τώρα, στέκεται ο πασίγνωστος ισραηλινός πνευστός (κλαρινέτο, σαξόφωνα και ηλεκτρονικά εδώ) Gilad Atzmon, διαπρύσιος υποστηρικτής των δικαίων του παλαιστινιακού λαού και θεωρητικός μαχητής του σιωνισμού και ακόμη ο κουβεϊτιανός ουτίστας και κιθαρίστας Kamal Mussalam. Αυτοί οι τρεις παίκτες, που κάνουν για… δεκατρείς (ασχέτως αν ακόμη τρεις περκασιονίστες συμμετέχουν στο session), παίζουν εδώ «παπάδες». Με ρεπερτόριο, βασικά, δικό τους (ακούγεται επίσης το “In a sentimental mood” του Duke Ellington και το παραδοσιακό “Ramallah”), με συνθέσεις που σπάνε κόκκαλα, όπως η “Ghaza mon amour”του Gilad Atzmon, και με μιαν άοκνη προσπάθεια να τήξουν σ’ ένα σώμα jazz, gamelan και oriental-αραβικά στοιχεία, το World Peace Trio είναι ένα συγκλονιστικό τρίο, για το οποίον εύχομαι ένα μόνο. Να μην είναι περιστασιακό και να το δούμε και πάλι στη δισκογραφία – ου μην αλλά και στη σκηνή.
Η enja εισάγεται από την AN Records